Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2009

ΤΑ ΤΣΙΡΟΠΟΥΛΙΑ (Λαογραφικό κείμενο Γιώργου Διονυσίου)




Έτσι λέγανε στη Νέα Αγχίαλο όλα εκείνα τα πολύ μικρά πουλιά που από τις αρχές του Φθινοπώρου άρχιζαν να κατεβαίνουν στα μέρη μας γεμίζοντας χωράφια, περιβόλια, αλλά και αυλές και κήπους. Ήταν εκείνα τα πουλάκια που αν κι ακόμη δεν είχανε αρχίσει να φαίνονται τα σημάδια της κακοκαιρίας κατέφθαναν σαν προάγγελοι του ερχόμενου χειμώνα, πειθαρχώντας στις δυνάμεις της φύσης. Και να! Δεν θα είχε προχωρήσει πολύ ο Σεπτέμβρης όταν ένα πρωινό άκουγες ξαφνικά στην αυλή σου ένα χαρακτηριστικό τιτίβισμα: «τσικ, τσικ, τσίκ». Δεν χρειαζόταν να δεις ποιος ήταν αυτός ο επισκέπτης. Αμέσως ήξερες ότι ήταν η «τσικτσίδα». Ο «τσακτσάς» κατά την ιδιόλεκτο, το σταχτόχρωμο εκείνο πουλάκι με τα λεπτά ποδαράκια και το λεπτό και μυτερό ράμφος. Διαλέγοντας πάντα το πιο υψηλό ξερόκλαδο ενός δένδρου ή κάποιο απομονωμένο παλούκι του φράχτη, έστηνε το παρατηρητήριό του σαν βιγγλάτορας και με γρήγορες κινήσεις του κεφαλιού του, επόπτευε τα πάντα. Δεν σταματούσε όμως ν’ ανεβοκατεβάζει και το κορμάκι του, σαν να σουστάρει, και ταυτόχρονα να εκφωνεί και το χαρακτηριστικό του «τσικ –τσίκ». Ξαφνικά μ’ ένα γρήγορο πέταμα, πότε οριζόντια πότε κάθετα προς τα πάνω, έκανε ένα περίπατο, πιθανόν για ν’ αρπάξει κάποιο έντομο, και πάλι επανερχόταν στη βάση του, στο λημέρι του. Ήταν πράγματι πολύ απολαυστική αυτή η χαρακτηριστική του συνήθεια που, όπως θυμάμαι, είχε μόνον η τσικτσίδα και ο «κεφαλάς», ένας άλλος επίσης εποχιακός ιπτάμενος επισκέπτης, αρκετά όμως πιο σωματώδης. Μια συνήθεια που, όπως θα δούμε πιο κάτω, κόστιζε πολλές φορές τη ζωή τους. Η τσικτσίδα, που ήταν πάντοτε μοναχική, δεν νομίζω ότι έμενε κοντά μας πέρα απ’ τον Οκτώβρη. Ίσως να μετανάστευε νοτιότερα. Εκείνα όμως που κατέφθαναν είτε μοναχικά είτε σε μικρές ομάδες ήταν τα «κιτρινέλια». Αυτή ήταν μία ονομασία για τα πολύ μικρά εκείνα τσιροπούλια με το χρώμα της σκούρας ώχρας, που αδιάκοπα στριφογύριζαν μέσα στα δένδρα με ευέλικτες κινήσεις, ανάλογα με την περίπτωση και περίσταση, και δεν άφηναν κλαρί για κλαράκι, φύλλο για φυλλαράκι που να μην περάσουν από έλεγχο τα μικρά στρογγυλά ματάκια τους. Ένα έλεγχο που ασφαλώς έκαναν για την εξεύρεση της τροφής τους, πράγμα που επιβεβαίωναν τα αδιάκοπα κτυπήματα του μικροσκοπικού τους ράμφους, στα κλαδιά και τα φύλλα. Δεν αμελούσαν όμως και την τουαλέτα τους. Έτσι όταν υπήρχε εκεί δίπλα κάποια λακκουβίτσα με νερό, δεν έχαναν την ευκαιρία. Την επισκέπτονταν και αφού έπιναν το νεράκι τους, δοξάζοντας και το Θεό, απολάμβαναν το μπάνιο τους παιχνιδίζοντας χαριτωμένα με το νερό, μόνα τους ή με παρέα, έχοντας πάντα και το νου τους στους εχθρούς, που ποτέ δεν έλειπαν. Τέλος, αφού τίναζαν φτερά και πούπουλα, με ένα κυματιστό πέταμα, επανέρχονταν στην εργασία τους ή συνέχιζαν το παιχνίδι τους στα κλαδιά και τα φύλλα, αφήνοντας και καμιά τσιτσινιά (κουτσουλιά) πίσω τους. Είναι αλήθεια ότι σχεδόν σε όλα τα φτερωτά αρέσει να τσαλαβουτάνε στα νερά. Το ολοήμερο αυτό πανηγύρι, που δεν σταματούσε όλες τις γλυκές μέρες του Χειμώνα, νέκρωνε ξαφνικά με τον ερχομό της νύχτας. Δένδρα με πυκνά φυλλώματα, όπως κυπαρίσσια κ.α., άφηναν να «κατιάσουν» (κουρνιάσουν) στα κλαδιά τους φιλόστοργα, μέχρι το χάραγμα, οι συμπαθείς αυτοί, αλλά και όλοι οι άλλοι ιπτάμενοι μετανάστες. Την ίδια συμπεριφορά είχε και το «ξουίνι». Κατέφτανε κι αυτό την ίδια εποχή. Είχε ένα μπλε σκούρο χρώμα από πάνω και ανοιχτό γαλαζοκίτρινο από κάτω. Ίδιες αποχρώσεις είχε και το κεφαλάκι του, που στολίζονταν αρκετά και με σκούρες στάμπες. Όμορφο τσιροπούλι. Μεγάλος μικροκυνηγός κι αυτό. Πηδώντας ή πετώντας αδιάκοπα, μόνο του ή με παρέα, από κλωναράκι σε κλωναράκι «εφιστάμενο και υφιστάμενο» καθάριζε κυριολεκτικά ότι μαμουδάκι (μικροζωύφιο) κυκλοφορούσε επάνω τους. Ήταν «χάρμα οφθαλμών» να παρακολουθείς το πώς «εργαζόταν» το χαριτωμένο αυτό τσιροπούλι, πράγμα αρκετά εύκολο, γιατί είχε την ιδιότητα να πλησιάζει περισσότερο τους ανθρώπους. Προτιμούσε πιο πολύ να κυνηγά στα δένδρα παρά κάτω στη γη. Όσο για κελάηδημα, το μόνο που ακουγόταν να εκφωνεί, μερικές φορές, ήταν ένα «ξουν, ξουν», που απ’ αυτό πιστεύω το είπανε και ξουίνι. Παρών και ο γνωστός «καλογιάννος», ο «κουμπουγιάνος». Με το κόκκινο χρώμα στο στήθος, «εξ ου» και κοκκινολαίμης. Ωραίος κι αυτός. Γυρνούσε από δένδρο σε δένδρο τις ζεστές φθινοπωριάτικες μέρες και όποτε είχε όρεξη, που δεν του έλειπε, έπιανε κάποια κορυφή και έριχνε ένα κελάηδημα που θα το ζηλεύανε πολλοί «τραγουδιστές»! Πόσες φορές δεν τον απολαύσαμε κατά τη συγκομιδή της ελιάς! Όμως τις κρύες και δύσκολες μέρες, προτιμούσε να ερευνά τις αυλές και τους κήπους για κανένα μαμουδάκι ή σκουλικάκι κι αυτός. Προσγειωνόταν ξαφνικά σε κάποια πλάκα της αυλής, ανεβοκατέβαζε το κορμάκι του με απότομα «προσκυνήματα», λες και έκανε προθέρμανση πριν το πηδηχτό του περπάτημα, τσιμπούσε ό,τι ανακάλυπτε, και επαναλάμβανε τα ίδια πριν την απογείωσή του. Καθισμένος μετά σε κάποιο δεντρί και ευχαριστημένος από το γεύμα του, σκούπιζε δεξιά και αριστερά το ράμφος του στο μπροστινό του κλαράκι. Δεν ήταν όμως και ασυνήθιστο, να τον βλέπεις κάποια παγερή μέρα, να στέκεται στην άκρη της αυλής, με το κεφάλι μαζεμένο και φουσκωμένα τα πούπουλα, ακίνητος και μελαγχολικός. Όμοιος σε όλα του και ο κοκκινόκωλος. Ακόμα και στα τερτίπια του. Με μόνη τη διαφορά ότι η φύση αντί να του βάλει το κόκκινο μπάλωμα στο στήθος του το έβαλε πίσω του, «εξ ου» και το όνομα του. Τον αδίκησε όμως και σ’ ένα άλλο. Δεν τον έκανε τραγουδιστή. Μας έκανε παρέα κι αυτός όλο σχεδόν το χειμώνα κι όπως ξεπεταγόταν ξαφνικά μέσ’ από τα δένδρα, αν δεν τον πρόσεχες καλά, δύσκολα να τον ξεχώριζες από τον καλογιάννο. Καμαρωτή επισκέπτρια και η σουσουράδα. Η όμορφη σουσουράδα με τα γκριζογάλαζα χρώματα, τη σκούρα «πετσέτα» στο στήθος της και τη χαρακτηριστική μακριά ουρά, που συνέχεια ανεβοκατέβαζε χωρίς λόγο, «όνομα και πράμα» που λένε. Βέβαια άλλοι θεωρούσαν πως το κούνημα ξεκινούσε από τον πισινό της και αντανακλούσε στην ουρά, γι’ αυτό και την έλεγαν και «κολωσούσα». Γυρνοβολούσε στους δρόμους, στις αυλές, στις παραλίες, για την εξεύρεση του επιούσιου, πετώντας κυματιστά η περπατώντας με γρήγορα βήματα, σαν να ήταν κουρδισμένο παιχνίδι, σε αντίθεση με τα άλλα τσιροπούλια που το περπάτημά τους ήταν μικρά πηδήματα. Τη ναζιάρα αυτή επισκέπτρια, που αγαπούσε τη γη, αλλά και τα κεραμίδια των σπιτιών, ποτέ όμως τα κλαδιά των δένδρων, την είχαμε κι αυτήν περισσότερο κοντά μας τις χειμωνιάτικες μέρες, χωρίς όμως να μας λείπει και άλλες εποχές του χρόνου. Βέβαια δεν ήσαν μόνο αυτά τα τσιροπούλια που κατέφθαναν στο τόπο μας για να περάσουν λίγες ή πολλές μέρες του Φθινοπώρου ή του Χειμώνα. Υπήρχαν κι άλλα της κατηγορίας αυτής που τρέφονταν αποκλειστικά με έντομα και σκουληκάκια, πράγμα που επιβεβαίωνε το λεπτό τους ράμφος.
          Τα χειμαδιά μας την εποχή αυτή, τα διεκδικούσανε όμως και άλλοι μετανάστες. Τα άλλα τσιροπούλια με το βραχύ και σκληρό ράμφος, οι κυνηγοί όχι μόνο εντόμων και σκουληκιών, αλλά και σπόρων ακόμη και χόρτων, όπως η καρδερίνα που υπεραγαπά την τσουκνίδα. Σπίνοι, σκαθιά, καρδερίνες, σταρίκες (σιταρίθρες) τα τόσο γνωστά ωδικά πουλιά, πότε μοναχικά, πότε ομαδικά εξορμούσαν προς τα ‘δω, γιατί το μόνο που τους ενδιέφερε τώρα ήταν η αποφυγή του μεγάλου κρύου και η εξεύρεση τροφής, πράγμα που αρκετά εξασφάλιζαν στα μέρη μας. Εδώ δεν ήταν μόνο τα οργώματα, τα σπαρμένα χωράφια και οι κήποι για ψάξιμο. Ήταν και οι αυλές και οι μάνδρες με τα πουλερικά και τα ζώα, όπου όλο και κάτι θα έβρισκαν σκαλίζοντας στα απομεινάρια της ταής (τροφής) τους, αλλά και στα κόπρια (στις κοπριές) τους ακόμα. Βέβαια το επάνω χέρι είχαν εδώ, σαν ντόποι που ήσαν και όχι αλλοδαποί, οι στραγγουλιώτες, όπως λέγαμε εμείς τους σπουργίτες, τους τζαρτζανάδες για τους άλλους. Οι πονηροί και απανταχού και πάντα παρόντες, σε αγρούς, χωριά και πολιτείες φτερωτοί «αλήτες» που με το θράσος και τη αδηφαγία τους προκαλούσαν και αρκετές ζημιές στα αθέριστα χωράφια και τα ατρύγητα αμπέλια. Πρώτοι παντού. Ποιος τους είδε ν’ απουσιάζουν από το γεύμα την ώρα που η νοικοκυρά τάιζε πάπιες, χήνες κότες…! Ωστόσο δεν θα έλεγα ότι δεν ήταν και συμπαθής ο φωνακλάς και καβγατζής αυτός «γείτονάς μας» με τα γουστόζικα του τερτίπια, γιατί πέρα απ’ τ’ άλλα, αρκετά προσέφερε όταν έπεφτε σε κανένα κοπάδι με ακρίδες. «Γραμμένος» στα τσιροπούλια κι αυτός αν και με πολλές ουδετερότητες. Από τις καρδερίνες με τις κόκκινες χρωματισμένες στάμπες στη φορεσιά τους, τα κιτρινωπά σκαθιά, τις χωματόχρωμες γαλιάδρες, ο σπίνος είναι ο πιο τολμηρός. Αρκετά όμορφο τσιροπούλι κι αυτός με το καφεδί (καφετί) του χρώμα και την ανοιχτόχρωμη γραμμή στα φτερά του, πότε μόνος πότε με μικρή παρέα μας πλησίαζε αρκετά, την εποχή αυτή, προσπαθώντας μια κάτω στα χώματα, μια πάνω στα δένδρα να βρει κάτι φαγώσιμο. Είχε κι αυτός πολλά ίδια τερτίπια με τ’ άλλα τσιροπούλια της εποχής. Όμως ήταν αρκετά πιο «σοβαρός» και δεν είχε καθόλου όρεξη για τραγούδι τις δύσκολες μέρες του Χειμώνα. Όλα αυτά τα φτερωτά πλάσματα, τα τόσο συμπαθητικά και ωφέλιμα, που έδιναν μια ξεχωριστή ζωή μέσα στη φύση, στα χρόνια μας δεν κινδύνευαν μόνο από το κρύο, την πείνα, τ’ αρπαχτικά ζώα και πουλιά. Κινδυνεύανε κι από ‘μας που δεν τα αφήναμε σε χλωρό κλαρί, που λένε, ακόμη και όταν τα βλέπαμε να υποφέρουν μέσα στα χιόνια και τις παγωνιές. Τα κυνηγούσαμε λες και ήσαν αποκηρυγμένα. Σαν τους χειρότερους εχθρούς μας. Δεν υπήρχε πιτσιρικάς αλλά και μεγαλύτερος που να μην προμηθευτεί ή κατασκευάσει τη «ζίλα», δηλαδή τη σφεντόνα, το λάστιχο, και να μην αμοληθεί στις αυλές και τα χωράφια για κυνήγι. Ακόμα και τα γυμνασιόπαιδα που κατέφθαναν στο χωριό τις γιορτινές μέρες, πετούσαν τα βιβλία, άρπαζαν τις ζίλες απ’ τις μπολίτσες (ράφια) και δρόμο για κυνήγι. Λέμε πολλά για τα σημερινά παιδιά. Να όμως που και τότε δεν έλειπε η σκληρότητα. Και πιστεύω πως τα σημερινά παιδιά στην περίπτωση αυτή είναι πιο ευαίσθητα. Ίσως τότε να το είχαν και σαν ένα είδος παιχνιδιού που έμμεσα έδειχναν και τις ικανότητας τους, ενώ παράλληλα εξασφάλιζαν και το βραδινό μεζέ της παρέας… Όμως δικαιολογία δεν υπήρχε, γιατί μπορούσαν να συμβούν και ατυχήματα. Και όπως θυμάμαι, συνέβηκε ένα τέτοιο στις μέρες μου. Ένα γειτονόπουλο έχασε το μάτι του. Φώναζαν οι δάσκαλοι, μάλωναν οι πατεράδες, έτρεχαν οι χωροφύλακες, μα το κακό συνεχιζόταν. Μερικοί ήσαν μαέστροι στο κυνήγι με τη ζίλα. Αρκεί να έφερναν το τσατάλι (τη φούρκα) στο ύψος του ματιού, και να τέντωναν τα λάστιχα. Η πετρούλα (το βλήμα) που θα έφευγε θα έβρισκε οπωσδήποτε τον στόχο. Πουλί δεν γλίτωνε! Οι περισσότεροι απ’ αυτούς, που ήσαν μεγαλύτερα παιδιά, δεν περιορίζονταν στα τσιροπούλια. Κυνηγούσαν και μεγάλα χειμωπούλια (πουλιά του Χειμώνα) που πλησίαζαν πολύ τους κατοικημένους τόπους τις παγερές μέρες. Κοτσίφια, γκαραβέλια (ψαρόνια), τσίχλες, βακβάκες (είδος μεγάλης τσίχλας), μπεκάτσες, αγριοπερίστερα και ότι έπεφτε μπροστά τους ακόμα και υδρόβια όπως νερόκοτες, αγριόπαπιες κ.α. Κι εδώ πρέπει να πούμε ότι η περιοχή της Ν. Αγχιάλου με τους μεγάλους βάλτους δεχόταν τότε χιλιάδες απ’ αυτά. Το χαρακτηριστικό είναι ότι το προσφυγικό στοιχείο τα προπολεμικά χρόνια δεν είχε ιδιαίτερη αγάπη στο κυνήγι. Εννοείται με κυνηγητικό όπλο. Όπως ξέρω, μόνο δύο Αγχιαλίτες ήσαν κυνηγοί. Οι άλλοι όλοι που είχαν μανία με το κυνήγι ήσαν κυρίως οι ντόπιοι, που εγκαταστάθηκαν μετά στη Ν. Αγχίαλο και μεταξύ αυτών και ο πατέρας μου. Δεν γινόταν όμως το κυνήγι μόνο με τις ζίλες. Υπήρχαν και οι παγίδες και άλλα συστήματα που αιχμαλώτιζαν ζωντανά ή νεκρά τα δύστυχα πλάσματα. Βέβαια χρειάζονταν και σ’ αυτά κάποια επιτηδειότητα και μαεστρία. Πρώτα και καλύτερα στις μέρες μας ήσαν τα «μαγγάνια», που γίνονταν από ευλύγιστες λεπτές βέργες ή από ακτίνες της ομπρέλας. Στήνονταν οπλισμένα στα σημεία που είχαν λημέρια οι τσικτσίδες και οι κεφαλάδες. Έτσι, όταν κάποιο από αυτά πήγαινε να καθίσει εκεί, έφευγε ένα είδος ασφάλειας, που πάνω της ήταν απλωμένη μια θηλιά, τέντωνε η βέργα, έσφιγγε η θηλιά και έπιανε το πουλάκι από τα πόδια. Άλλες παγίδες ήσαν τα «καπάνια». Αυτά ήσαν σηκωμένες πλάκες πάνω από μικρούς λάκκους, όπου έβαζαν μερικά δολώματα, σκουληκάκια, ψίχουλα κ.α. Η σηκωμένη πλάκα που έκανε μια γωνία με το έδαφος στηριζόταν ελάχιστα με ένα σύστημα λεπτών ξύλων. Όταν το πουλάκι πήγαινε προς τα ‘κει και καθόταν σε κάποια από αυτά τα ξυλάκια, έπεφτε η πλάκα και το αιχμαλώτιζε από κάτω. Καπάνια ήσαν και τα «βεργιά» (στεφάνια) βαρελιών, με το ραμμένο «πλεμάτι» (δίχτυ) επάνω τους. Στήνονταν σε μέρη όπου συνήθως υπήρχαν άχυρα, κόπρια κ.α. που προσέλκυαν όχι μόνο τσιροπούλια αλλά και μεγαλύτερα πουλιά. Το στήσιμο γινόταν με ένα λεπτό ξυλάκι 40 εκ. περίπου που κρατούσε το βεργί σε μια κλίση από το έδαφος. Στο ξυλάκι ήταν δεμένο ένα λεπτό και μακρύ σχοινί που κατέληγε σε ένα καλυμμένο μέρος, όπου καιροφυλαχτούσαν τα παιδιά μέχρι να μαζευτούν τα πουλιά από κάτω. Πρέπει να πούμε εδώ ότι κάτω από το καπάνι, έριχναν σκίβαλα, ψίχουλα κ.α. Μόλις μαζεύονταν και άρχιζαν να τσιμπούν, τραβούσαν το σχοινί, έπεφτε το στεφάνι με το δίχτυ και τα αιχμαλώτιζε. Πολλές φορές μεταχειρίζονταν ακόμα και ποντικοπαγίδες. Όμως το πιο φοβερό νομίζω ότι ήσαν τα αγκίστρια. Έπαιρναν μια λεπτή και γερή κλωστή, έδεναν ένα μικρό αγκίστρι του ψαρέματος στη μιαν άκρή, και στην άλλη ένα λεπτό αλλά γερό ξυλάκι 15 εκ. περίπου. Φυσικά δεν έκαναν μόνο ένα. Υπήρχαν «κυνηγοί» που έπιαναν και 30. Τα έπαιρναν μετά και πήγαιναν στα μέρη που σύχναζαν πουλιά, ιδίως κοτσύφια και τσίχλες. Δόλωναν στο αγκίστρι ένα σκουληκάκι, έμπηγαν το ξυλάκια στη γη και σκέπαζαν την κλωστή με χώμα. Όποιο πουλί είχε τη τύχη να καταπιεί το σκουληκάκι έπαιρνε μέσα του και το αγκίστρι που καρφωνόταν στα σωθικά του. Μάταια τα καημένα προσπαθούσαν ν’ απελευθερωθούν με κάτι πηδήματα και μικροπετάματα… Βέβαια αυτά δεν συγκινούσαν τους μικρούς κυνηγούς, αλλά μάλλον τους χαροποιούσαν. Παλιότερα είχαν και τα ξόβεργα που ήσαν βέργες αλειμμένες με μια κολλώδη ουσία (ιξό) Ήταν τόσο κολλώδης ο ιξός που όποιο πουλάκι είχε την τύχη να καθίσει εκεί που τις έστηναν, ήταν καταδικασμένο. Κολλούσε και δεν μπορούσε να φύγει, όσο να προσπαθούσε. Στις μέρες μου δεν τα πρόλαβα. Υπήρχαν όμως και άλλα συστήματα για να πιάνουν ζωντανά, αυτή τη φορά, ωδικά πτηνά, όπως τις καρδερίνες, που τις παρέσερναν κάτι «ατσίδες», προσποιούμενοι το κελάηδημά τους, σε ειδικά κλουβιά με «δόλωμα» μια ζωντανή καρδερίνα. Καθισμένος σήμερα στο παράθυρο του σπιτιού μου, παρατηρώ, με άλλο μάτι πια, τα ίδια τσιροπούλια, που εξακολουθούν να έρχονται και τώρα, στην αυλή μου. Τα βλέπω να «παιχνιδίζουν» στα κλαδιά των δένδρων όπως και τότε. Λιγοστά όμως. Πολύ λιγοστά, γιατί ούτε οι ζίλες ούτε τα καπάνια τα αφάνιζαν τόσο, όσο τα φυτοφάρμακα, η εξαφάνιση των βιοτόπων και γενικά η καταστροφή του περιβάλλοντος. Ωστόσο δεν αισθάνομαι και πολύ ευχάριστα όταν αναλογιστώ το πόσο σκληρά είχαμε φερθεί απέναντί τους.

Γιώργος Διονυσίου (Εφ. «Η ΘΕΣΣΑΛΙΑ» 22/7/2007)




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου