Mετά τη μετάθεση του Μητροπολίτου Αγχιάλου Βασίλειου Α΄ στη Μητρόπολη Σμύρνης και την τοποθέτηση διαδοχικά, των Μητροπολιτών, Ανθίμου, Γρηγορίου και Σωφρονίου, που κάλυψαν μόνο την περίοδο 1885-1889, χειροτονήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 1889 Μητρ/της Αγχιάλου ο αρχιμανδρίτης Βασίλειος Γεωργιάδης. Ο νέος δεσπότης Βασίλειος Β΄ κατάγονταν από τη Φιλαδέλφεια Μ. Ασίας. Σπούδασε Θεολογία στην Αθήνα και στη Γερμανία, Δίδαξε ερμηνευτική και εβραϊκά στη «θεολογική Σχολή της Χάλκης». Το 1884 διορίστηκε διευθυντής της «Πατριαρχικής Ιερατικής Σχολής», η οποία στις μέρες του άνθισε, και αρχισυντάκτης της «Χριστιανικής Αλήθειας». Μετά την καταστροφή της Αγχιάλου, που συνέβηκε στις μέρες του, διοίκησε τις επαρχίες Πελαγονίας και Νικαίας και στη συνέχεια εκλέχτηκε Οικ/κός Πατριάρχης το 1925. Έγραψε και δημοσίευσε μεταξύ άλλων δυο λόγους Μιχαήλ Ακαμινάτου και Γεωρ. Βούρτζη Μητροπ. Αθηνών, μελέτη περί Γρηγορίου Θεολόγου του Ναζιανζηνού (στη Μαράσλειο Βιβλιοθήκη), συλλογή «Σκέψεων», ειδικά για τις σχέσεις των Εκκλησιών. Πέθανε το 1929.
Για τη δράση του Βασίλειου Β΄ σαν Μητροπολίτη Αγχιάλου έγραψαν τέσσερις Αγχιαλίτες συγγραφείς, οι οποίοι μάλιστα τον γνώρισαν από κοντά. Ο Διαμ. Διαμαντόπουλος, που υπήρξε και καθηγητής στη «Ευαγγελική Σχολή» της Σμύρνης, τον χαρακτηρίζει, ελληνομαθέστατον, πολυμαθή και διακεκριμένο ρήτορα και ότι στις μέρες του η Αγχίαλος απέκτησε το θαυμάσιο μέγαρο του Παρθεναγωγείου, που ανεγέρθηκε με το κληροδότημα της Φωτεινής Καρυάνδη από τη Ρωσία. Πρωτοστάτησε δε ακόμα στην ανέγερση του μεγαλοπρεπούς ναού της Παναγίας προσφέροντας, εκτός των άλλων, και προσωπική εργασία, πράξη που ενθάρρυνε όλους τους εργαζόμενους. Ωστόσο, σημειώνει, ο εγωιστικός του χαρακτήρας διαίρεσε την Κοινότητα, στην ταραχώδη για την Ανατολική Ρωμυλία εκείνη περίοδο, μετά το Βουλγαρικό πραξικόπημα της Φιλιππούπολης, και κατέστρεψε την ζηλευτή μέχρι τότε κοινή συνεργασία των κοινοτικών παραγόντων και των άλλων πολιτών.
Όταν στις 30 Ιουλίου 1906 καταστράφηκε η Αγχίαλος και θεωρήθηκε ότι έπεσε ηρωικά και ο Βασίλειος, πράγμα που δεν ευσταθούσε, η εφημερίδα της Αθήνας «Ακρόπολις» δημοσίευσε στις 2/8/1906 το πιο κάτω άρθρο με τίτλο « Τις ο Αγχιάλου Βασίλειος» όπου σκιαγραφείται η προσωπικότητά του: « Ευειδής μεγαλοπρεπής την όψιν, πεντηκοντούτης περίπου, ευπαίδευτος και διάπυρον έχων εν τη καρδία και τη ψυχή ζήλον υπέρ της Εκκλησίας και του Γένους. Σπουδάσας κατ’ αρχάς εν Κωνσταντινουπόλει συνεπλήρωσε τας σπουδάς του εν τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Εκ πρώτης όψεως εφαίνετο ανήρ όχι συνήθης, αλλά επίλεκτον της ανθρωπότητος μέλος. Προαχθείς εις Μητροπολίτην Αγχιάλου επελάβετο μετά ζήλου του έργου της εμψυχώσεως και εδρεώσεως της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού εν τη αρχαιόθεν ελληνικοτάτη εκείνη επαρχία. Ο μεγάλος του ζήλος εξώθει ίσως αυτόν εις το να σχεδιάζη πάντα μεγάλα, τούτου δ’ ένεκα εξηγέρθει κατ’ αυτού η συντηρητικωτέρα μερίς του ποιμνίου του, ήτις και ήρξατο εργαζόμενη κατ’ αυτού δι’ αναφορών προς το Πατριαρχείον και δια δημοσιευμάτων δια του τύπου».
Όπως συνεχίζει το δημοσίευμα, ο Βασίλειος έχαιρε μεγάλης εκτίμησης εκ μέρους της μεγάλης Εκκλησίας, η οποία και δεν αποδέχονταν τις κατηγορίες. Έτσι μετά την απομάκρυνσή του για ένα διάστημα στην Κωνσταντινούπολη όπου διετέλεσε Συνοδικός, πάλι ανέλαβε την Μητρόπολη της Αγχιάλου παρά την αντίδραση των δυσαρεστημένων. Γνωρίζοντας καλά την αξία της πνευματικής κληρονομιάς του Έθνους και της Εκκλησίας και τον μελλοντικό κίνδυνο που διέτρεχαν, έγγραφα, βιβλία, κειμήλια κ.α. τα περιμάζευε και για εξασφάλιση τα έστελνε στην Αθήνα. Ένα απ’ αυτά ήταν το περίφημο εκκλησιαστικό μουσικό χειρόγραφο γραμμένο το 1450, τρία χρόνια πριν την Άλωση, που περιλαμβάνει και τον περίφημο πολυχρονισμό του τελευταίου Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, όπως το έψαλλαν τότε στις εκκλησίες. Το έγγραφο στάλθηκε στην Εθνική Βιβλιοθήκη και για την κίνηση αυτή πήρε τον έπαινο του εφόρου της, Γ. Κωνσταντινίδη, στον οποίο απάντησε ευχαριστώντας τον, αλλά δίνοντας και συμβουλές για τη λειτουργία, διατήρηση, αλλά και ίδρυση και άλλων βιβλιοθηκών στην Αθήνα. «Έχομεν ανάγκη», σημειώνει, «μελέτης και μαθήσεως εμείς οι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων». Ενώ άλλοτε επικρίνει το διστακτικό χαρακτήρα και την αδιαφορία των ιθυνόντων του Γένους και την δειλία των σύγχρονων Ελλήνων, ευχόμενος να βρεθεί κάποιος Θεόσταλτος που να συναρπάσει τον εκλεκτόν αυτόν λαό σε μεγάλα έργα και να θάψει όλη την «επικαθήσασαν» σαπίλα της Ανατολής.
Aλλά ας δούμε πως τον περιγράφει και ο Δράκος Μαυρομμάτης : «Βασίλειος ο Β’. Μητροπολίτης Αγχιάλου. Φυσιογνωμία από τις ολίγες που είχε να παρουσιάσει ο Ελληνισμός. Τον βλέπω μπροστά μου όπως τον έχω ιδεί με τα παιδικά μου μάτια. Τα χρόνια που περάσαμε από τότε δε με αξίωσαν να τον να τον ιδώ ξανά… να φιλήσω το άγιό του χέρι ξανά και ν’ ακούσω τη φωνή του, εκείνη την ήσυχη, την καθαρή φωνή του όπως την έχω στ’ αυτιά μου ύστερα από τόσα χρόνια! Δυο φωνές με έχουν μαγέψει στη ζωή μου, του Μητροπολίτη Βασιλείου όταν λειτουργούσε στην εκκλησία της Παναγίας στην Αγχίαλο και του Βενιζέλου όταν ομιλεί. Ο Αγχιάλου Βασίλειος είχε μεγάλες αρετές. Λιτός αφιλοχρήματος γι’ αυτό και πάντα φτωχός, ηθικός. Στο περιβάλλον του δεν θυμούμαι τίποτε που να μπορώ σήμερα να το παρεξηγήσω, Μόνος του θεράποντας ο Ξενοφών. Στο μητροπολιτικό μέγαρο το κρεβάτι του απλό σ’ ένα γωνιακό μικρό δωμάτιο με ανοιχτά τα παράθυρα προς τον Εύξεινο, η βιβλιοθήκη του μεγάλη. Κάποτε είχα τρυπώσει μέσα όταν ο μακαρίτης ο πατέρας μου, δάσκαλος στην Αγχίαλο, είχε αναλάβει να την τακτοποιήσει… O ιστορικός που θα σταθεί εμπρός στη φωτεινή του φυσιογνωμία θα του βρει κι άλλες αρετές κι άλλα προτερήματα. Ίσως να του βρει και ελαττώματα. Εκείνο που φοβάμαι πως θα του καταλογίσει είναι η Παναγία, η όμορφη εκκλησία, την οποία βάλθηκε να χτίσει, καρφί στα μάτια των Βουλγάρων. Η εκκλησία αυτή, ίσως πει ο ιστορικός, έκαψε την Αγχίαλο κι ίσως να μην έχει άδικο».
Ο ναός αυτός, που την ανέγερσή του ανέλαβε προσωπικά ο δεσπότης ήτανε ο μεγαλύτερος ελληνικός ναός στη Βουλγαρία. Για να φανταστεί κανείς το μέγεθός του αρκεί να σκεφτεί ότι κάθε μια από τις τέσσερις κολόνες που στήριζαν το τρούλο δεν μπορούσαν να τις αγκαλιάσουν τέσσερις άνδρες μαζί. Για το χτίσιμο ξοδεύτηκαν όλοι οι πόροι της Κοινότητας, τα κληροδοτήματα για τη λειτουργία των σχολείων (πληρωμές δασκάλων κ.λπ.) και άλλες χορηγίες. Έγιναν έρανοι μέχρι και στην Αίγυπτο και μπήκε και προσωπική εργασία. Το χειρότερο όμως ήταν ότι μεγάλωσε το μίσος των Βουλγάρων που ήδη απειλούσαν πως με την πρώτη ευκαιρία θα τον άρπαζαν. Όταν μετά πυρπολήθηκε η Αγχίαλος, και ο ναός, φάνηκε καθαρά πόσο δίκαιο είχαν οι «συντηρητικοί», που έλεγαν πως δεν χρειαζόταν, ένας τόσο μεγάλος ναός σε ένα τόσο μικρό μέρος.
Την περίοδο αυτή οι Αγχιαλίτες ήσαν διηρημένοι σε «δεσποτικούς», που ήταν ο απλός λαός και «αντιδεσποτικούς», που ήσαν οι τσορμπατζήδες, δηλαδή οι προύχοντες. Αναφέρεται μάλιστα και ένα περιστατικό που δείχνει πού είχαν φθάσει τα πράγματα: Καθόταν, λέει, ο τζορμπατζής της Αγχιάλου γέρο Αμηράς ( ήταν και εξάδελφος της γιαγιάς μου) σε ένα καφενείο του κεντρικού δρόμου, όταν πέρασε η άμαξα με τον δεσπότη που γυρνώντας πότε απ’ εδώ, πότε απ ‘ εκεί, ευλογούσε τους πιστούς. Όταν έφτασε η άμαξα εκεί που καθόταν ο Αμηράς, σηκώθηκε αυτός επιδεικτικά, γύρισε την καρέκλα και υποδέχτηκε το δεσπότη με την πλάτη!
Για να δούμε όμως πως περιγράφει το Βασίλειο η λογοτεχνική αλλά και «αριστερή» πένα του Βάρναλη, που τον γνώριζε αρκετά καλά:
«Δυο προσωπικότητες κυριαρχούσαν με τη λάμψη του αξιώματός τους στον ελληνικό πληθυσμό του Πύργου. Ο πρόξενος και ο δεσπότης. Ο ένας εκπρόσωπος της μεγάλης πατρίδας, ο άλλος αρχηγός της Ορθοδοξίας ήταν ο νους και η ψυχή των «αλύτρωτων αδελφών». Οι πρόξενοι ερχόντανε και φεύγανε. Μα ο δεσπότης έμενε. Δεκαοκτώ ολάκερα χρόνια από το Ι888-1906. Ήταν επικεφαλής της εκκλησιαστικής κοινότητας. Έτσι καταλαβαίνει κανείς πόσο το κύρος του ήτανε μεγάλο. Δεσπότης, «ο Θεοπρόβλητος Μητροπολίτης της Αγιοτάτης Μητροπόλεως Αγχιάλου και Πύργου, υπέρτιμος και έξαρχος πάσης Μαύρης Θαλάσσης», ήταν ο πολύς Βασίλειος Γεωργιάδης που στα 1925 έγινε Πατριάρχης Κων/πόλεως… Άντρας στην ακμή της ηλικίας του, ωραίος, μάλλον κοντός, γεμάτος και στερεός, με μαύρα σχεδόν μαλλιά και γένια και με πρόσωπο και χέρια κατάλευκα. Τετραπέρατος άνθρωπος, πολύγλωσσος, πολύμαθος, σοφός συγγραφέας και μεγάλος ρήτορας χωρίς ρητορικότητες, δηλαδή χωρίς τις γνωστές και ανυπόφορες υπερβολές, θεατρικότητες και «κορώνες» των εκκλησιαστικών κηρύκων. Ήσυχος, στρωτός, αβίαστος και μετρημένος κυλούσε ο λόγος του, γεμάτος γοητεία και γνώση. Ήτανε πραγματική ευτυχία να τον ακούει κανείς ή καλύτερα οι πιστοί του. Λέγω πιστοί του, γιατί πολύ συχνά μέσα στην ομιλία του δεν έχανε την ευκαιρία να δαγκάνει με τρόπο τους «εχθρούς» του με θανάσιμους υπαινιγμούς. Αυτοί οι τελευταίοι δεν υπάρχει αμφιβολία, πως βρίσκανε το Θείο κήρυγμα απαίσιο. Γιατί ο Δεσπότης μας παρά την αδάμαστη θέληση, την εργατικότητα, την πνευματική υπεροχή και την αρετή του, ήταν τρομερά εγωιστής, φιλόδοξος, απολυταρχικός και εκδικητικός άνθρωπος. Σωστός Φαναριώτης καλόγερος, πεισματάρης και μακκιαβελικός, δεν ανεχότανε να έχει κανείς δίπλα του άλλη γνώμη από τη δική του. Εφαρμόζοντας το αξίωμα του «διαίρει και βασίλευε» κατόρθωνε να διευθύνει και να διοικεί αυτός τα πάντα. Έτσι με τον καιρό το ελληνικό στοιχείο είχε χωριστεί σε δυο λυσσασμένα αντίμαχα κόμματα, τους «δεσποτικούς» και τους «αντιδεσποτικούς». Αυτός ο… εθνικός διχασμός βάσταξε ίσαμε τη στιγμή που οι Βούλγαροι διώξανε τους Έλληνες δεσποτάδες. Οι καυγάδες στα καφενεία, οι λίβελλοι που δημοσιεύονταν στις εφημερίδες της Φιλιππούπολης, («Φιλιππούπολις», «Ειδήσεις του Αίμου») υπέρ ή κατά του δεσπότη, οι αναφορές στα Πατριαρχεία κ.λπ. ήτανε η κυριότερη ασχολία των Ρωμιών. Όμως ο δεσπότης έμενε στη θέση του ατράνταχτος και το ηθικό του κύρος αμείωτο. Γιατί στα Πατριαρχεία ήτανε παντοδύναμος και από την ηθική του πλευρά ήτανε απρόσβλητος. Ολιγαρκής, σκληροδίαιτος, απόλυτα ασκητικός και «χρημάτων κρείσσων» έκανε την εντύπωση μισάνθρωπου. Η φαμελιά μου ήτανε με το κόμμα του δεσπότη. Ο μεγαλύτερος αδελφός μου ήτανε επίτροπος, στην εκκλησία, εγώ κανόναρχος και γριά μητέρα μου η καλύτερη χριστιανή του τόπου. Θεωρούσε το γέροντα σαν ένα πρόσωπο ιερό, που καμιά κοσμική κατηγορία δεν μπορούσε να θίξει την αγιότητά του. Κάθε Αγίου Βασιλείου και κάθε Πάσχα πήγαινε στου δεσπότη να του ευχηθεί…
Ο Αγχιάλου δεν ήτανε ένας τύπος επαρχιακός. Ήτανε από τους πιο διαλεχτούς και τους πιο δυνατούς δεσποτάδες του πατριαρχικού κλίματος. Όταν οι δεσποτάδες της Κύπρου τρώγονταν συναμεταξύ τους ποιος θα γίνει αρχιεπίσκοπος της αυτοκέφαλης Κυπριακής Εκκλησίας, το Πατριαρχείο έστειλε για έξαρχο τον Αγχιάλου για να τους συμβιβάσει. Και ο Αγχιάλου με τη Φαναριώτική του διπλωματία, προσπάθησε, όπως λέγανε τότες, να υποδείξει για μόνη λύση να εκλέξουν αυτόν για αρχιεπίσκοπο. Κι όταν γινόταν η στέψη του τσάρου Νικολάου Β΄ το Πατριαρχείο έστειλε τον Αγχιάλου επικεφαλής άλλων δεσποτάδων, να φέρει τις ευχές της «πρωτόθρονης εκκλησίας» στον κραταιό μονάρχη! Κι ο Τσάρος τότε τον παρασημοφόρησε με το μεγαλόσταυρο της Αγίας Άννας και του χάρισε μια στολή και μια μίτρα όλο μάλαμα και πολύτιμα πετράδια, τόσο μεγαλοπρεπή που όταν τα φορούσε φάνταζε σαν βασιλιάς… Αυτήν την στολή και τη μίτρα, καθώς και την πατερίτσα του δεσπότη, όταν οι κομιτατζήδες κάψανε την Αγχίαλο, τις αρπάξανε τις κομματιάσανε και μοιραστήκανε το μάλαμα και τα διαμαντικά. Το Πάσχα ο δεσπότης έκανε την πρώτη Ανάσταση στην Αγχίαλο και την δεύτερη στον Πύργο κατά τις δυο το απόγευμα…».
Με επαίνους ξεκινά και Κων. Εμμανουηλίδης: « Ήτο γλωσσομαθής και εις των πλέον μορφωμένων και διακεκριμένων αρχιερέων του Πατριαρχείου… Ήτο μέγας ρήτωρ και δια της ευγλωττίας του είλκυεν όλους τους Χριστιανούς, οι οποίοι με αφοσίωσιν ήκουον την διδασκαλία του». Όμως δεν παραλείπει να μιλήσει για τον διχασμό, που όμως ξεχνιέται εμπρός στο θανάσιμο κίνδυνο: «Μολονότι η Κοινότης μας ήτο πλουσία, διότι είχε και πολλά άλλα ακίνητα προερχόμενα εκ δωρεών Αγχιαλιτών, τα έξοδά της δεν θα επαρκούσαν δια την αποπεράτωσιν του ναού και θα εστερούντο οι δάσκαλοι του κανονικού τους μισθού, προς ζημίαν της παιδείας…Το προσωπικόν των διδασκάλων, διδασκαλισσών και νηπιαγωγών ανήρχετο εις είκοσι. Η μιστοδοσία του δε έφθανε κατ΄ έτος περί τα 16000 φράγγα χρυσά… Οι προύχοντες λοιπόν της Αγχιάλου διεφώνησαν με τον Αρχιερέα δια την οικοδόμησιν της εκκλήσίας, διότι δεν θεωρούσαν κατάλληλον την περίστασις και ούτω διεσπάσθη ο λαός εις δύο φανατικάς παρατάξεις. Παρ’ όλην όμως την διχοτόμησιν του λαού, όταν άρχισαν οι διωγμοί ηνώθησαν και συσπειρώθημεν πέριξ του αρχιερέως μας, διότι αντελήφθημεν τον κίνδυνον που διέτρεχε η πατρίς μας και ο Δεσπότης.
Είς μίαν Βουλγαρικήν επιτροπήν εκ Βουλγαρομακεδόνων, ήτις παρουσιάσθη εις τον Δήμαρχο Αγχιάλου Κωστάκην Σταυρίδην και εζήτησεν να του παραδώση τας εκκλησίας και τα σχολεία, ο Δήμαρχός μας μετά των συμβούλων του απήντησε: «Μολών λαβέ». Μόνον όταν θα πατήσετε εις τα πτώματά μας θα τα πάρετε».
Η ένοπλη άμυνα των Αγχιαλιτών κατά των εισβολέων δεν ήταν μια πράξη που πάρθηκε πάνω σε μια πατριωτική έξαρση. Προηγήθηκαν τα γεγονότα της Βάρνας με το ξηλοδαρμό του τοποτηρητή της Μητρπόλεως Φώτιου Μανιάτη, η κατάληψη και διάλυση των ξακουστών Ζαρίφειων Διδασκαλείων της Φιλιππούπολης, καθώς και η αρπαγή εκκλησιών σχολείων, νοσοκομείων, ενώ δεν έλειψαν κακοποιήσεις και ληστείες σε βάρος Ελλήνων. Το ίδιο συνέβη και στο Ρουχτζούκιο, στο Κασβακλή, στη Στενίμαχο αλλά και σε άλλες πόλεις, Στις 16 Ιουλίου έγινε η κατάληψη των ελληνικών εκκλησιών και σχολείων του Πύργου (Μπουργκάς) Μια ζωντανή περιγραφή των όσων συνέβηκαν εκεί μας την κάνει ο Κώστας Βάρναλης.
Ο δεσπότης από την ώρα που άρχισαν οι διωγμοί μάντεψε τους σκοπούς της βουλγαρικής κυβέρνησης. Τα γεγονότα που είχαν συμβεί στις άλλες πόλεις έδειχναν καθαρά ποια τύχη περίμενε την Αγχίαλο και το δεσπότη. Γνωρίζοντας καλά στο τι απέβλεπε η βουλγαρική διπλωματία αποφάσισε να δώσει σ’ αυτήν ένα καλό μάθημα αποκαλύπτοντας στο πολιτισμένο κόσμο, την αλήθεια, ότι αυτή και μόνο η Βουλγαρική κυβέρνηση ήταν ο υποκινητής των διωγμών. Και πράγματι αυτό φάνηκε πεντακάθαρα με την πυρπόληση της Αγχιάλου. Κι εδώ πρέπει να πούμε πως Ο δεσπότης, ο δήμαρχος, το δημοτικό Συμβούλιο, οι προύχοντες κ. α. νυχθημερόν συνεργάζονταν κι έστελναν συνεχώς τηλεγραφήματα στη Κυβέρνηση, στο πρωθυπουργό Πετκώφ, στον ηγεμόνα Φερδινάνδο με τον οποίο συνδεόταν φιλικά ο δεσπότης και από τον οποίο είχε παρασημοφορηθεί, για την προστασία της πόλης. Βέβαια οι απαντήσεις ήσαν καθησυχαστικές! Όμως κανείς δεν γελιόταν γι’ αυτό και η τελική απόφαση ήταν η ένοπλη αντίσταση της οποίας πρωτεργάτης υπήρξε ο Βασίλειος. Μετά την ηρωική άμυνα των Αγχιαλιτών, κατά την οποία έπεσαν αρκετοί Αγχιαλίτες, για την υπεράσπιση της πατρίδας τους, αλλά και του δεσπότη που ήταν ένας από τους στόχους των κομιτατζήδων, επακολούθησε η πυρπόληση της πόλης, μηδέ εξαιρουμένου και του ναού της Παναγίας. Μεταξύ των συλληφθέντων από τις Βουλγαρικές αρχές, ως υπαιτίων της «στάσης κατά της αρχής» υπήρξε και ο Βασίλειος που «περιορίστηκε» στη Βουλγαρική Μητρόπολη της Συλήμνου για 4 μήνες, όπου υπέστη πολλούς εξευτελισμούς και ταλαιπωρίες. Τελικά απελευθερώθηκε με τη μεσολάβηση των Ρώσων, οπότε και απελάθηκε στη Τουρκία. Στη Νέα Αγχίαλο διασώζονται ακόμη και μέχρι σήμερα πολλές «παραδόσεις» που μιλούν για τη ζωή και το έργο του τελευταίου ένδοξου Μητροπολίτου Αγχιάλου Βασίλειου Β’
Ο δεσπότης από την ώρα που άρχισαν οι διωγμοί μάντεψε τους σκοπούς της βουλγαρικής κυβέρνησης. Τα γεγονότα που είχαν συμβεί στις άλλες πόλεις έδειχναν καθαρά ποια τύχη περίμενε την Αγχίαλο και το δεσπότη. Γνωρίζοντας καλά στο τι απέβλεπε η βουλγαρική διπλωματία αποφάσισε να δώσει σ’ αυτήν ένα καλό μάθημα αποκαλύπτοντας στο πολιτισμένο κόσμο, την αλήθεια, ότι αυτή και μόνο η Βουλγαρική κυβέρνηση ήταν ο υποκινητής των διωγμών. Και πράγματι αυτό φάνηκε πεντακάθαρα με την πυρπόληση της Αγχιάλου. Κι εδώ πρέπει να πούμε πως Ο δεσπότης, ο δήμαρχος, το δημοτικό Συμβούλιο, οι προύχοντες κ. α. νυχθημερόν συνεργάζονταν κι έστελναν συνεχώς τηλεγραφήματα στη Κυβέρνηση, στο πρωθυπουργό Πετκώφ, στον ηγεμόνα Φερδινάνδο με τον οποίο συνδεόταν φιλικά ο δεσπότης και από τον οποίο είχε παρασημοφορηθεί, για την προστασία της πόλης. Βέβαια οι απαντήσεις ήσαν καθησυχαστικές! Όμως κανείς δεν γελιόταν γι’ αυτό και η τελική απόφαση ήταν η ένοπλη αντίσταση της οποίας πρωτεργάτης υπήρξε ο Βασίλειος. Μετά την ηρωική άμυνα των Αγχιαλιτών, κατά την οποία έπεσαν αρκετοί Αγχιαλίτες, για την υπεράσπιση της πατρίδας τους, αλλά και του δεσπότη που ήταν ένας από τους στόχους των κομιτατζήδων, επακολούθησε η πυρπόληση της πόλης, μηδέ εξαιρουμένου και του ναού της Παναγίας. Μεταξύ των συλληφθέντων από τις Βουλγαρικές αρχές, ως υπαιτίων της «στάσης κατά της αρχής» υπήρξε και ο Βασίλειος που «περιορίστηκε» στη Βουλγαρική Μητρόπολη της Συλήμνου για 4 μήνες, όπου υπέστη πολλούς εξευτελισμούς και ταλαιπωρίες. Τελικά απελευθερώθηκε με τη μεσολάβηση των Ρώσων, οπότε και απελάθηκε στη Τουρκία. Στη Νέα Αγχίαλο διασώζονται ακόμη και μέχρι σήμερα πολλές «παραδόσεις» που μιλούν για τη ζωή και το έργο του τελευταίου ένδοξου Μητροπολίτου Αγχιάλου Βασίλειου Β’
Αδ. Διαμαντόπουλου «Η Αγχίαλος» (Εταιρεία Θρακικών Μέλετών, αριθ. 31) Αθήναι 1954
Δράκου Μαυρομμάτη « Η Αγχίαλος μεα’ από τις φλόγες» Αθήναι 1930
Κων. Εμμανουηλίδη «Σύγχρονος Ιστορία- Οι Ανθελληνικοί διωγμοί έν Βουλγαρία το 1906…» Βόλος 1956
Κώστα Βάρναλη «Φιλολογικά Απομνημονεύματα» Αθήνα 1981
Οικογενειακές και άλλες παραδόσεις της Αγχιάλου
Γ. Διονυσίου: (Εφ. «Η ΘΕΣΣΑΛΙΑ» 9/7/2007)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου