Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2009

ΕΙΣ ΘΗΒΑΣ



Ο οδηγός μου τραβούσε μπροστά. Η δημοσιά ήταν λιθόστρωτη. Περπατούσαμε μέρες, ενώ τις νύχτες προλαβαίναμε και μέναμε για ύπνο στα φυλάκια που υπήρχαν κατά μήκος του δρόμου. Ωσότου κάποτε φτάσαμε κοντά στον προορισμό μας. Έπειτα είδα το τείχος. Μεσαίου μεγέθους με πολεμίστρες και πύργους, ξεπρόβαλε απλωμένο σε μία πεδινή έκταση. Δίπλα υπήρχε η θάλασσα. Το τείχος έφτανε μέχρι την θάλασσα, ενώ και έξω από αυτό υπήρχαν αρκετά κτίσματα, καθώς και ποιμνιοστάσια. Περάσαμε από την νότια πύλη η οποία φρουρούνταν.
Αφού εγκατασταθήκαμε σε κάποια ταπεινά κελιά που μας διέθεσε η επισκοπή, βγαίναμε και πηγαίναμε για ψάρεμα στα ανοιχτά με βάρκα, όταν ο καιρός ήταν καλός. Έπειτα τρώγαμε σε κάποιο από τα καπηλειά που υπήρχαν ανάμεσα σε άλλα ιδιωτικά κτίρια και συγκροτήματα στον παραλιακό δρόμο. Οι έμποροι διαλαλούσαν την πραμάτεια τους στον δρόμο αυτό, όπου έβρισκες πλήθος προϊόντων. Το λιμάνι έσφυζε από ζωή και κίνηση. Γαλέρες ήταν αγκυροβολημένες και μαρτυρούσαν την εμπορική συναλλαγή με μακρινά μέρη της Ανατολής. Στην υπαίθρια αγορά κιόσκια ήταν στημένα, όπου μπορούσες να κουρευτείς, να αγοράσεις πέδιλα ή αυγά της ημέρας ή να σου πουν την μοίρα σου.
Περπατούσα ανάμεσα στους πλανόδιους πωλητές και στους άλλους διαβάτες. Μυρωδιά από ψημένο κρέας κοτόπουλου μπορούσες να οσμιστείς στον αέρα. Εκείνη περπατούσε ανάλαφρα, σαν αιλουροειδές, περήφανη και δυνατή. Φορούσε λαχανί εσθήτα. Είχε τα μαλλιά της κότσο. Τα χέρια της δεν ήταν ούτε χοντρά ούτε αδύνατα. Αργότερα συναντηθήκαμε στην εκκλησία μέσα στο λιβανωτό, στον καπνό των κεριών και τις γλυκές ψαλμωδίες. Κοιτούσε προσηλωμένη τον ιερέα και έκανε μηχανικά τον σταυρό της. Δεν μιλούσε πολύ, αλλά το γέλιο της ήταν γρήγορο και γάργαρο. Ερχόταν συχνά στο επισκοπικό μέγαρο και μιλούσαμε για τις σπορές και τη συγκομιδή. Ο άνδρας της είχε πεθάνει και προσπαθούσε να συντηρηθεί αυτή και τα δύο παιδιά της από την εργασία των δούλων. Τα έχασα κάποτε, όταν με ρώτησε εάν ήμουν ποτέ παντρεμένος. Της είπα πως ναι, είχα και έχω τον ιερότερο δεσμό όλων. Χαμογέλασε.
Έφυγα κάποτε με την βάρκα και ξανοίχτηκα στο πέλαγος. Για μία στιγμή, όταν η ραστώνη του μεσημεριού με κατέλαβε βούτηξα στα ήρεμα νερά και αφέθηκα να με σηκώσει η θάλασσα κλείνοντας τα μάτια. Έμεινα για κάμποση ώρα έτσι και μία γαλήνια ζάλη με χτύπησε κατακούτελα. Όταν ξύπνησα βρισκόμουν πάνω σε μία παραλία του Παγασητικού κόλπου κοντά στις Θήβες. Ένας φίλος από τα παλιά, ο Αντώνιος φαίνεται πως με είχε βγάλει έξω από την θάλασσα. «Τι απέγινες;» τον ρώτησα. «Ταξίδεψα μου είπε στην Αίγυπτο και ακολούθησα από εκεί τον αυτοκράτορα στην εκστρατεία του στην Περσία. Είδα μερικούς από τους Γυμνοσοφιστές στα μέρη των Ινδιών να αυτοπυρπολούνται. Είδα επίσης το πουλί Φοίνικας να αναγεννάται από τις στάχτες του, ενώ είχε ζήσει ήδη για 500 χρόνια». Του έδειξα τις πληγές που έβγαζα κάθε Παρασκευή στα χέρια και τα πόδια, και σταυροκοπήθηκε. Μείναμε ως αργά τη νύχτα εκεί και ο Αντώνιος άναψε φωτιά για να φτιάξει ψαρόσουπα, ενώ η σελήνη ήταν φιλική στη σιωπή μας.
Το χάραμα, ακολουθώντας πάντα το δρόμο του σταυρού, περπάτησα παραλιακά, για να επιστρέψω στην αγουροξυπνημένη πόλη. Πέρασαν οι ημέρες, άλλες περισυλλογής, άλλες εκκλησιασμού και άλλες ηρεμίας. Προσευχόμουν για την σωτηρία όλης της κτίσης, έμψυχης και άψυχης και πίστευα ότι ο καιρός είναι εγγύς. Άκουσα για τον προφήτη Μοντανό και τις δύο ιέρειές του. Λεγόταν πως προέβλεπε την έλευση της Δευτέρας Παρουσίας στην μικρή πόλη της Πεπούζας. Κάποιος μου είπε για το δράμα της αγίας Περπέτουας που μαρτύρησε στον τελευταίο από τους διωγμούς ενάντια στους χριστιανούς. Άκουσα για οπτασιασμούς, εκστάσεις, ψυχοδράματα, υπερβολές, ασκητισμούς, μαρτύρια. Ζητούσα την θέωση και την αγάπη μέσα από τον σταυρό. Η ζωή δεν ζει. Η ζωή ανασταίνεται, πληρούται από έρωτα, διάκριση, ενσυναίσθηση. Είδα υπερβολές, τόσο από τους παγανιστές ενάντια στους χριστιανούς, όσο και το αντίστροφο. Διάβασα τον Κέλσο και τον Πορφύριο, αλλά και τον Κλήμη, τον Ωριγένη και τον Ιουστίνο.
Μου είπαν κάποτε για δίνες που υπήρχαν σε ένα τμήμα της θάλασσας κοντά στις Θήβες. Κολύμπησα γυμνός εκεί, αλλά δεν χάθηκα. Ψάρεψα χταπόδια και κυνήγησα αγριόπαπιες. Ο χρόνος όμως κυλούσε αργά στις Θήβες. Συμμετείχα στις Θείες Λειτουργίες μέσα στις νεόδμητες βασιλικές. Μόνος ή με παρέα προσευχόμουν διαρκώς και πίστευα ότι όλα χρειάζονται τον σταυρό. Πού ήταν ο Θεός; Κρυμμένος υπήρχε παντού. Απρόσιτος, υπέρτατος, ζωογονούσε την κτίση ως άκτιστος.
Ο κόσμος ήταν σε κίνηση και εναλλαγή. Ο χρόνος έφευγε αργά ή γρήγορα. Πού ήταν το μόνο σταθερό σημείο; Πού ήταν το κέντρο όλων; Είμαστε μέσα στον κύκλο, όπου η ψυχή μας χορεύει γύρω από το Εν, όπως έλεγε ένας παγανιστής φιλόσοφος που δεν βαπτίστηκε ποτέ του χριστιανός. Η ενότης των πάντων καταδεικνύεται μέσα από τις αλληλεπιδράσεις των μερών, όπως και το αντίθετο, η διάσπαση, ο κατακερματισμός, οι τμήσεις του υπαρκτού. Οι προσπάθειές μας σύλληψης του όλου μένουν ανεκπλήρωτες. Ο βίος ορίζεται μέσα από το Υπέρτατο. Οι πράξεις μας τελειώνουν ή αρχίζουν όπως μέσα σε ένα θεατρικό έργο και, είτε φύγουμε τώρα, είτε ύστερα, τίποτε δεν μένει. Από την άλλη κατά βάθος όλα μένουν, τόσο τα βιωμένα όσο και τα αβίωτα.
Μερικές φορές πηγαίνω σε κάποιες έρημες και άγριες παραλίες και ψάχνω για βότσαλα στην άμμο. Πρόκειται για βότσαλα που λείαινε επί αιώνες το θαλασσινό νερό. Τα φέρνω στο κελί μου και τα αφήνω κοντά στο παράθυρο. Τα βράδια ακούω την θάλασσα. Ακούω τον παφλασμό των κυμάτων και τους αέρηδες που λυσσομανούν. Τότε είτε πηγαίνω στην κύρια αίθουσα τον ξενώνα που με φιλοξενεί και κάθομαι μαζί με άλλους κληρικούς δίπλα στην εστία, είτε σκεπάζομαι με προβιές στο κελί μου, προσπαθώντας να διαβάσω με το φως του λύχνου. Λέω ευχές και προσευχές ελπίζοντας για την σωτηρία του σύμπαντος κόσμου. Η σωτηρία αρχίζει τόσο από το εδώ και τώρα, όσο βρίσκεται και στο επέκεινα. Μιλώ για την έλευση των εσχάτων και την πρόγευσή τους.
Κάποτε ακούστηκε πως οι βάρβαροι λεηλατούσαν την Θεσσαλία. Η ύπαιθρος χώρα ερήμωσε. Οι κάτοικοι μαζεύτηκαν στις οχυρωμένες πόλεις. Ευτυχώς δεν έφτασαν έως τις Θήβες. Κατέβηκαν νότια έως τις Θερμοπύλες, αλλά τις βρήκαν καλά φυλαγμένες και έφυγαν πάλι στον Βορρά. Γλιτώσαμε τώρα, αλλά για πόσο ακόμη. Η μοίρα του ανθρώπου είναι ο θάνατος. Η ζωή του μοναχού πάλι είναι μία διαρκής θανατολογία. Πεθαίνει σε αυτήν την ζωή για να αναστηθεί, όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου. Ακόμη και τα πιο γερά μνημεία που κατασκεύασε ο άνθρωπος υπόκεινται στην φθορά του χρόνου. Το ίδιο θα συμβεί ακόμη και με τα επτά θαύματα. Η ύλη υπόκειται σε μεταλλαγή μέσα στο γίγνεσθαι του κόσμου και πάλι σώζεται χάρη στο Είναι. Εννοώ το πιο αυθεντικό και αθάνατο Είναι που βρίσκεται Εκεί, διότι αυτό υπάρχει πιο πολύ απ’ ότι καθετί άλλο. Η φύσις έχει ιστορία, όπως και η ιστορία χρησιμοποιεί την φύση. Η αδήριτη φθορά θα φάει και αυτήν την πόλη, όπου ζω προσωρινά. Θα έρθουν τα αγρίμια τότε να κατοικήσουν στα ερείπια της. Ποιός ξέρει, όμως, ποιές άλλες πόλεις δεν θα ανορθωθούν πάνω από αυτήν. Τι είναι ο κόσμος μας παρά μία στιγμή, ένα «σημείο» μηδαμινό μέσα σε τόσα αστέρια, μέσα στο άπειρο του σύμπαντος. Η ψυχή μας δεν θα ανέλθει στις εφτά σφαίρες, αλλά θα αναστηθεί. Η κυκλική κίνηση των σφαιρών υποδηλώνει την αιωνιότητα, αλλά τούτο δεν σημαίνει πως ο κόσμος μας δεν είχε μία αρχή, όπως βέβαια θα έχει και ένα τέλος.
Μία ζεστή νύχτα που είχε αστροφεγγιά κοιμήθηκα έξω. Πριν με πάρει ο ύπνος μετρούσα τα άστρα, τα πύρινα αυτά σώματα, που μερικοί παγανιστές θεωρούσαν ως θεότητες. Οι ίδιοι πίστευαν ακόμη πως οι ψυχές προϋπάρχουν στον κόσμο των άστρων και ότι κατέρχονται στα σώματα μέσα από ένα αιθέριο περίβλημα, το οποίο και τελικά εγκαταλείπουν. Κατά τα άλλα τις ημέρες χαράς διαδέχονταν ημέρες ύφεσης. Έπρεπε να προσβλέπω στον Σωτήρα ως λύση για κάθε διακύμανση των συναισθημάτων. Όταν δεν ψάρευα, ασχολούμουν με άλλες χειρωνακτικές εργασίες ή με την αγιογραφία. Αναμίγνυα διάφορα φυτικά χρώματα που για να τα έβρω έπρεπε να διανύσω άγρια ρουμάνια, συλλέγοντας τα απαραίτητα βότανα. Λόφοι και θάλασσα συνδυάζονταν στην περιοχή των Φθιωτίδων Θηβών, ενώ η προς τα νότια πεδινή έκταση είχε και μία βαλτώδη μεγάλη περιοχή. Εκεί πηγαίναμε για να βρούμε καβούρια τα οποία ψήναμε κατόπιν στα κάρβουνα. Τα ψάρια αφθονούσαν στην περιοχή, όπως και τα πτηνά, άγρια ή οικόσιτα. Από τους κτηνοτρόφους περνάμε το γάλα και το τυρί, ενώ ο τόπος φημιζόταν -πέρα από τα εδώδιμα- για τα λατομεία μαρμάρου και τις αλυκές. Τα κτίρια των μεγάλων Βασιλικών άλλωστε, κτίστηκαν χάρη σε λίθους, κόκκινους ή μαύρους που εξορύσσονταν από τους λόφους.
Η διάθεσή μου απέναντι στην παγανιστική παιδεία ήταν αμφίθυμη. Με τον ίδιο τρόπο την αντιμετώπιζαν και οι περισσότεροι χριστιανοί της γενιάς μου, από τους οποίους, άλλοι την κατέκριναν και άλλοι την χρησιμοποίησαν για να υποστηρίξουν θεολογικές θέσεις. Μέσα από την διαπάλη με τον παγανισμό, αλλά και συχνά σε συμμαχία μαζί του, διατυπώθηκαν τα χριστιανικά δόγματα. Έπειτα από τους αποστόλους, τους πατέρες και τους απολογητές, εμφανίστηκαν μαινόμενοι προφήτες, που διακήρυτταν την έλευση της Ουράνιας Ιερουσαλήμ. Στην εποχή μου πια το ιερατείο είχε οργανωθεί σε σοβαρή εκκλησία. Μοναχοί σαν και εμένα ήταν ο άγιος Αντώνιος και ο Παχώμιος που έζησαν στις έρημους της Αιγύπτου. Παράξενα θαύματα έλαβαν χώρα σε απρόσιτες περιοχές και φαινόμενα ανείδωτα παρουσιάζονταν. Άγρια ζώα εξημερώνονταν και πηγές με γάργαρο νερό ανάβλυζαν καταμεσής στην έρημο. Άνθρωποι αλυσοδένονταν οικειοθελώς και φορούσαν τομάρια ζώων μέσα στο κατακαλόκαιρο. Άλλοι θάβονταν ζωντανοί μέσα στο χώμα ή ανέβαιναν σε απόκρημνους γκρεμούς για να κατοικήσουν στις οπές των βράχων. Ο πραγματικός κόσμος θεωρούνταν ψεύτικος και εναλλακτικές πραγματικότητες γίνονταν αντικείμενο οραματισμού. Με την Βίβλο, δια της Βίβλου και από την Βίβλο οι άνθρωποι ολοένα και περισσότερο θεολογούσαν, αλλά -τι παράδοξο- ποτέ δεν υπήρχαν περισσότεροι πόλεμοι, λιμοί, αναταραχές, φόνοι και λεηλασίες. Μέσα από την προτροπή για εσωτερική καλλιέργεια οι άγιοι βίωναν φανταστικά πάθη, ενώ άλλοι έπεφταν σε έκσταση. Αυτή η τελευταία δεν ήταν τόσο σπάνια, όπως σε πολλούς παγανιστές, αλλά ολοένα και περισσότεροι χριστιανοί ένοιωθαν οικειότητα μέσα στην πλήρη απέκδυση του υλικού εαυτού για να έβρουν μία υπερνοητή ομορφιά. Απύθμενοι άβυσσοι άνοιγαν για την ανθρώπινη ψυχή όσο αυτή περισσότερο αποξενωνόταν από τον υλικό κόσμο. Η θεία επίνευση καθοδηγούσε το έργο των χριστιανών θεολόγων, όσο μία φαντασματική γοητεία κυρίευε τα έργα των παγανιστών.
Η εκκλησία θέλησε να υλοποιήσει την φιλευσπλαχνία του Θεού επί της γης ως κράτος εν κράτει. Η δύναμή της αυξάνει ολοένα και περισσότερο• η δύναμη που διαφθείρει. Ως μοναχός γράφω για τούτα τα γινόμενα και ασκώ κριτική σε έναν θεσμό που υπηρετώ, όντας κρυμμένος και βιώνοντας λάθρα έναν πλάνητα βίο. Καθοδηγούμαι από την καλή συνείδηση με θεία βοήθεια και εμβιώνω μία απείρως απλή ζωή μέσα στην άπειρη πολυπλοκότητά της. Το απείρως μέγα αντικατοπτρίζει το απείρως μικρό. Ο άνθρωπος ως μικρόκοσμος και ο κόσμος ως μακράνθρωπος αλληλοπεριχωρούν, διαλέγονται, αλληλεπιδρούν, ο ένας διεισδύει στον άλλο. Η ζωή χρειάζεται το νου, για να υπάρξει περισσότερο. Δύναμη και Λόγος, Αγάπη και Πίστη είναι δίπολα μοναδικά, επινοητικά, γεννητικά, διαμεσολαβητικά. Οι αρχές, οι ιδέες, οι λόγοι των όντων παράγουν δια της θεϊκής θέλησης τον κόσμο, ενώ ο απλός θνητός προσπαθεί να ανέλθει από τα κάτω προς τα πάνω• να δρασκελίσει το κλιμακοστάσιο• πόσο έτοιμος είναι; Ο βίος μικρός και πλάνης μοιάζει παιχνίδι, όμως ο άνθρωπος είναι που αποφασίζει για την επιλογή της καλής ή κακής αλλοίωσης, της ανόδου ή της πτώσης. Τελικά, όσα πράττουν και κατασκευάζουν οι άνθρωποι εδώ κάτω μοιάζουν με πύργους που χτίζονται στην άμμο. Το κύμα στο ακροθαλάσσι κάποτε θα τους παρασύρει. Περιπέτειες αγίων, προσκυνητών στους άγιους τόπους, μοναχών ή λαϊκών έχουν νόημα μόνο άνωθεν. Τίποτε στον κόσμο δεν σημαίνει κάτι εάν εμείς δεν του δώσουμε ένα νόημα. Για να το πετύχουμε όμως αυτό πρέπει να δούμε τον κόσμο από ψηλά. Το εξωτερικό του κόσμου είναι αυτό που μπορεί να δώσει ένα νόημα σε αυτόν, δηλ. στην εσωτερικότητά του.
Ο κόσμος οδηγείται αναπότρεπτα στο τέλος του, τουλάχιστον ο γνωστός κόσμος. Μία αλλαγή νοοτροπίας έχει ήδη κυριεύσει τις ψυχές. Παίζουμε με δυνάμεις απροσμέτρητες μέσα μας και έξω από εμάς. Θέλουμε να αποθεωθούμε, ώστε η αρρώστια, ο θάνατος και ο πόνος να μην μας φτάνουν. Οραματιζόμαστε ήδη ότι έχουμε φτάσει στην κατανόηση του θεϊκού νου. Η ευδαιμονία όμως είναι κάτι σχετικό και αφορά τόσο το ευπροσάρμοστο της φύσης μας και του χαρακτήρα μας, όσο και την αλλαγή των συνθηκών της ζωής μας. Τα πράγματα όπως τα βλέπουμε δεν περιέχονται μόνο μέσα στον νου μας. Το αληθινό φως πηγάζει βέβαια χάρη στην εσωτερική διάλαμψη και αγάπη. Το πιο αληθινό βασίλειο βρίσκεται τότε μέσα μας.
Οι Φθιώτιδες Θήβες ανθίζουν και μεγαλώνουν ολοένα και περισσότερο. Περισσότερες και πιο μεγαλόπρεπες βασιλικές χτίζονται. Ο Ι.Χ.Θ.Υ.Σ. εξαπλώνεται και η δόξα του νικά. Οι παγανιστικές σχολές, είτε κλείνουν η μία μετά την άλλη, είτε χρησιμεύουν και αυτές για την κατάρτιση των ίδιων των χριστιανών. Ο αυτοκράτωρ Ιουλιανός έφυγε και έμεινε πίσω στο παρελθόν ως ένα παράδοξο και αναχρονιστικό απομεινάρι. Παρ’ όλα αυτά τα δυτικά τμήματα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας παραπαίουν και δεινοπαθούν από τις βαρβαρικές επιδρομές. Πως θα αντέξουν αυτές οι πόλεις κάτω από το σφυροκόπημα της βαρβαρικής λαίλαπας; Έτσι μάθαμε ότι ο Αλάριχος, ο νέος βάρβαρος βασιλιάς των Βησιγότθων λεηλάτησε την ίδια την αιώνια πόλη, την Ρώμη. Μέσα σε μία γενιά ο κόσμος άλλαξε τόσο όσο ποτέ άλλοτε. Τα ακαθόριστα, ρευστά και πολύτροπα σχήματα των ιδεών, των πίστεων και των δογμάτων που υποστήριζαν διάφορες ομάδες ανθρώπων πήραν σάρκα και οστά. Έτσι δημιουργήθηκαν και ρίζωσαν οι νέες θρησκείες προερχόμενες οι περισσότερες από την Ανατολή. Με το φωτεινό πάθος τους και την άσβεστη δίψα τους για σωτηρία εγκαθιδρύθηκαν στην Δύση. Πρόκειται για πρόσκαιρες και ματαιόσπουδες προσπάθειες, που ωστόσο έρχονται από το σκοτεινό παρελθόν. Δύση και Ανατολή, Βορράς και Νότος συγκλίνουν βέβαια τώρα στην περίοδο της γενιάς μου στο άστρο της Βηθλεέμ. Θυμάμαι πως παλιότερα η μητέρα του βασιλιά Κωνσταντίνου, η Ελένη, έφερε στο φως το τίμιο ξύλο. Η ίδια πάλι ακούστηκε πως βρήκε τα σαβανωμένα λείψανα των μάγων που προσκύνησαν τον Ιησού. Έτσι όλη η κουρασμένη δόξα του παλιότερου, κυρίως ελληνικού κόσμου βρέθηκε απρόσμενα να σαστίζει εμπρός στο θαύμα της ενανθρωπίσεως. «Τί ἦν εἶναι;», ρώτησε ο Αριστοτέλης και ο ενσαρκωμένος Θεός απαντά: «Ἐγώ εἰμί ὁ Ὤν».
Οι κύκλοι που σύμφωνα με τους αρχαίους φαίνεται πως διαγράφει η ιστορία έγιναν πια μία ευθεία γραμμή με αρχή, μέσον και τέλος. Θαυμάζω τους Έλληνες για την επιστήμη και την αγάπη τους προς την σοφία, αλλά ξέρω πως άλλοι βρίσκουν φοβερά ελκυστικούς τους μύθους τους. Όλη αυτή η πολυθεϊστική έξαρση φαίνεται να σταματά και να χάνει ορμή εμπρός στην αυστηρότητα του ενός Θεού των Ιουδαίων. Ο λαός αυτός της ερήμου απέδωσε τις ιστορίες και τους μύθους των προγόνων του με τρόπο υποδειγματικό. Όμως ανάμεσα στους δύο αυτούς μυθολόγους λαούς ήρθε μία αληθινή ιστορία να απομυθεύσει και να αποκαλύψει την σοφία του εμπρόσωπου Θεού. Μάρτυρες πέθαναν για αυτόν τον Θεό νοηματοδοτώντας την ύπαρξη και την ζωή. Πάνω από την ιστορία και μέσα σε αυτήν, δια της σοφίας και πέρα από αυτήν, η μοναδικότητα του Θεού που αγαπά τον άνθρωπο είναι ο άξονας του καλού στον οποίο προστρέχω. Εδώ στις Θήβες ο κόσμος συνεχίζει να γερνά, ενώ η αγάπη, τα πάθη και η ζωή συνεχίζονται. Τα πλοία έρχονται και φεύγουν, ίδιοι ή άλλοι άνθρωποι συναντιούνται και συναγελάζονται• μέσα στην κτίση ποια είναι άραγε η αληθέστερη θέα; Ανάμεσα στην καθαρότερη αφαίρεση και το πιο συγκεκριμένο από όλα, ανοίγεται ένα χάσμα. Πως και πότε θα κλείσει;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου