Όπως στη σημερινή εποχή διοργανώνονται αθλητικοί αγώνες, έτσι και στο παρελθόν και ιδιαίτερα στον ελληνικό χώρο, οι άνθρωποι συχνά συμμετείχαν σε ανάλογες αθλητικές εκδηλώσεις ευγενούς άμιλλας. Κάποια στοιχεία που έχουν σχέση με αυτούς τους αρχαίους αγώνες θα φέρουμε εδώ στο φως. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως τα υπέροχα θεσσαλικά άλογα θα ήσαν περιζήτητα και σε παρόμοιους ειρηνικούς συναγωνισμούς. Όσο για τις πολεμικές μάχες, γνωρίζουμε αρκετά απ’ τα όσα γράφουν οι αρχαίοι συγγραφείς. Από εκείνα που αναφέρει ο Θουκυδίδης [Βιβλ. 2-22, 23] διαπιστώνει κανείς ότι στην αρχαιότητα από καμιά αξιόλογη θεσσαλική πόλη δεν έλειπε το ιππικό, μηδέ εξαιρουμένης και της Πυράσου, πάνω στα ερείπια της οποίας κτίστηκε η Νέα Αγχίαλος. Η μεγάλη αυτή παράδοση εκτροφής αλόγων και μάλιστα εκλεκτών, πράγμα για το οποίο ήσαν υπερήφανοι οι Θεσσαλοί, διατηρήθηκε επί αιώνες
Γενικά όμως θα μπορούσε να πει κανείς ότι έχει κάτι το ξεχωριστό κάθε αγώνας που συνδέεται με το υπέροχο αυτό ζώο με τη ξεχωριστή δύναμη και αντοχή, τη μεγάλη αντίληψη, τον ατρόμητο ενθουσιασμό. Υπομονετικό στο αλέτρι. Ανυπόμονο στη «γραμμή». Κτυπά με τις οπλές του τη γη, σηκώνει υπερήφανα το κεφάλι του τινάζοντας τη χαίτη, περιστρέφει τα μικρά μα τόσο ευκίνητα αυτιά του για ν΄ αφουγκραστεί τον παραμικρό ήχο, ανοίγει διάπλατα τα ρουθούνια του και πριν καλά-καλά αισθανθεί το παραμικρό άγγιγμα και κάποιο γνωστό ψίθυρο του φίλου του αναβάτη, ορμά και ρίχνεται στον αγώνα και ας βροντούν τα κανόνια κι ας αντηχεί η ιαχή του πλήθους.
Θυμάμαι όταν γύριζαν καβάλα στα άλογά τους από τα «τσαΐρια», τη νυχτερινή βοσκή, τα αγροτόπαιδα του χωριού μας, και ενώ τα ζώα βάδιζαν αργά-αργά, ξαφνικά κάποιος τσίγκλιζε τα καπούλια του «καρά» του, κι εκείνος, προτού το καλονιώσει, ορμούσε σαν βέλος καλπάζοντας στους χωματόδρομους. Λες και ήταν το σύνθημα για να χυθεί πίσω του, μέσα στα σύννεφα σκόνης, όλη εκείνη η καβαλαρία, προσφέροντας με τον απροσδόκητο «αγώνα» της ένα υπέροχα απολαυστικό θέαμα. Και όλα, χωρίς τίποτε να ειπωθεί, χωρίς τίποτε να προηγηθεί. Πώς και γιατί; Να έτσι αυθόρμητα. Με μόνη ικανοποίηση την ομορφιά του καλπασμού και τη κρυφή χαρά για την αξιοσύνη, τη δική του και φυσικά της «φοράδας» του, όταν αυτή περνούσε πρώτη. Η έμφυτη ροπή του ανθρώπου για άμιλλα. Ίσως και των αλόγων, γιατί πολλές φορές, εκεί που τα βλέπεις να βόσκουν ξένοιαστα, αρχίζουν το παιχνίδι και ξαφνικά ορμούν όλα μαζί σε μια κατεύθυνση, χωρίς να γνωρίζει κανείς το γιατί. Έτσι πιστεύω γεννήθηκαν σιγά-σιγά στα χωριά μας οι λαϊκοί ιππικοί αγώνες, οι οποίοι με τον καιρό συνδέθηκαν με θρησκευτικές γιορτές κ.α. συμβολίζοντας και κάτι βαθύτερο.
Mία τέτοια παράδοση είχαν και οι Αγχιαλίτες που ήρθαν από την Ανατολική Ρωμυλία, ακτές Μαύρης Θάλασσας, το 1906, η οποία συνεχίστηκε και εδώ αφού σαν γεωργικό χωριό που ήταν έτρεφε αναγκαστικά και πολλά άλογα, όπως εξάλλου και όλη η γύρω περιοχή Αλμυρού. Το «μπαρμπάντισμα», όπως αποκαλούσαν τον αγώνα αυτό οι Αγχιαλίτες, γινόταν το απόγεμα της Καθαράς Δευτέρας. Το μέρος που γινόταν ήταν η αμμώδης παραλιακή ζώνη της N. Αγχιάλου και εκεί κατέβαιναν με τα στολισμένα και «γιαλισμένα» άλογά τους όσοι παίρνανε μέρος. Και δεν ήτανε λίγοι. Ολόκληρες «ύλες ιππικού». Το τρέξιμο άρχιζε απ’ τη μικρή λιμνοθάλασσα του Μπαλουκλί και τελείωνε στο χώρο του Τελωνείου. Ήταν ένα μεγάλο πανηγύρι, προπάντων γιατί τα μεγάλα αποκριάτικα γλέντια με μουτσούνες, χορούς, τραγούδια κ.α. γίνονταν στη Αγχίαλο την ίδια μέρα και στο χώρο της παραλίας. Έτσι μέσα στις επευφημίες των μισομεθησμένων μεγάλων, τις φωνές των μικρών και τα γαυγίσματα των σκύλων, «κόσευαν» [έτρεχαν] με τους αναβάτες στη ράχη τους τα ωραία εκείνα ζώα, προσπαθώντας να αποδείξουν πως δεν ήσαν μόνο για όργωμα.
Έπαθλα για τους νικητές δεν υπήρχαν. Έφτανε η «δόξα». Μόνο καμιά φορά έβαζαν μεταξύ τους στοιχήματα για το ποιός θα πλήρωνε το βράδυ τα κρασιά. Μερικών τα άλογα, όπως του Γιάννη Μάντση, ήσαν ασυναγώνιστα.
Η ωραία αυτή γιορτή έσβησε πριν από πολλά χρόνια χωρίς να υπάρχει ελπίδα να επανέλθει μετά την εξαφάνιση των αλόγων. Μια τελευταία αναλαμπή της είχαμε το 1955. Όσον αφορά στη λέξη «μπαρμπάτισμα ή μπαραμπάντισμα», πολλοί θεωρούν ότι προέρχεται από τη λέξη «παραβάδισμα, παραβαδίζω» και αυτό γιατί οι Αγχιαλίτες συνηθίζουν ν’ αντικαθιστούν το «π» με το «μπ» και το «δ» με το «ντ». Ίσως όμως να προέρχεται από τις ρωσικές λέξεις «μπαρμπά»= αγώνας και «ντάγιου»=δίνω. Ωστόσο εκείνο που γνωρίζω καλά είναι πως όταν λέγαμε στην Αγχίαλο «μπαρμπαντάω», εννοούσαμε συναγωνίζομαι στο τρέξιμο, στην «κοσή» κατά την ντοπιολαλιά.
Όπως αναφέραμε το έθιμο το έφεραν οι Αγχιαλίτες από την παλιά πατρίδα. Στον 23 τόμο του Θρακικού Αρχείου [σελ. 61-63] γράφει ο Αγχιαλίτης Θ. Μαυρομμάτης στο κείμενό του «Οι ιππικοί αγώνες της Παλαιάς Αγχιάλου-Νομίσματα και επιγραφαί»: «Την τελευταίαν ημέραν της Αποκριάς, το βράδυ, πριν από την δύση του ηλίου στην συνοικίαν της Σούδας και του Χριστού εγίνετο μεγάλη κίνησις. Όλη η Αγχίαλος στο πόδι. Εκεί μαζεύονταν άντρες, γυναίκες, παιδιά. Καθισμένοι στις χαμηλές κουμουλιές, περίμεναν με πολλήν ανυπομονησίαν και μεγάλο ενδιαφέρον να δουν τα άλογα που «μπαραμπάντιζαν» [αγωνίζονταν] από τα Πηγάδια [τοποθεσία] να φθάσουν στην Δέση, όπου ήταν το τέρμα, και να δουν ποιο άλογο ήρθε πρώτο και νίκησε. Εκείνη την ημέραν οι Αγχιαλίται, όσοι είχαν καλά άλογα [ο Γιαννάκης ο Τσουμέρτης, ο Χατζηθεοδώρογλου ο Βλασάκης] τα έστελναν να πάρουν μέρος στο «μπαραμπάντισμα» [ελέγετο ο αγων - παραβάδισμα, παραβαδίζω] και τα καβαλίκευαν ή οι ίδιοι οι νοικοκυραίοι ή τα έδιναν σε νεαρούς επιδέξιους αναβάτες, όπως ο Τριαντάφυλλος ο Σταματίου. Υπήρχε επιτροπή που έδινε το πρόσταγμα της εκκινήσεως.
Βραβείον εδίδετο στον νικητή, ένα σακί κριθάρι ή βρώμη… Το διάστημα της ιπποδρομίας ήταν 1,5 – 2 χιλιόμετρα στην αμμώδη παραλία. To έθιμο αυτό φαίνεται ότι ήταν απομεινάριον της αρχαίας Αγχιάλου [ίδε Ιστορία νομισμάτων Head τ. Α΄, σ. 348] και είχε διατηρηθεί από της αρχαιοτάτης ελληνικής εποχής [V αιών π.Χ.] ως την Τουρκοκρατίαν. Πραγματικά στην αρχαίαν Αγχίαλον είναι γνωστόν ότι εγίνοντο αγώνες, πανηγύρεις και εορταί τα λεγόμενα «ΝΥΜΦΙΑ» προς τιμήν των τοπικών νυμφών, όπως τούτο επιβεβαιούται από επιγραφάς πάνω στα νομίσματα ή αναμνηστικά μετάλλια της αρχαίας Αγχιάλου, της οποίας συλλογή νομισμάτων υπήρχε εις το νομισματικόν μουσείον του Βερολίνου. Περιγραφή των νομισμάτων έκαμε ο γερμανός ακαδημαϊκός Max L. Strack, όστις και ετύπωσεν αυτά εις τρεις πίνακες».
Όπως σημειώνει ο Μαυρομμάτης διακρίνονται σε 4 ομάδες. Στη τρίτη ομάδα περιλαμβάνονται τα νομίσματα που φέρουν επάνω αγωνιστικές παραστάσεις [βραβευτική τράπεζα, βραβευτικός στέφανος και οι αθλητές που κρατούν στέφανον και φοίνικα ή εστεμμένοι και άρματα]. Οι τύποι αυτοί των νομισμάτων αλλά και άλλοι, όπως εκείνα με τις παραστάσεις του Ηρακλή, τον προστάτη των αγώνων, που κρατά ρόπαλο ή πνίγει τον λέοντα της Νεμέας και ακόμα με αντίγραφα παραστάσεων όπως εκείνου του αθλητή Κυνίσκου, του Πολύκλειτου, που τον εικονίζει να τοποθετεί στεφάνι στην «κεφαλή» του, δείχνουν ότι πράγματι διεξάγονταν αγώνες στην αρχαία Αγχίαλο. Χαρακτηριστικό είναι το νόμισμα το οποίο στη μια όψη φέρει την επιγραφή «ΝΥΜΦΙΑ ΣΕΒΗΡΙΑ» και στην άλλη παριστάνει τράπεζα πάνω στην οποία υπάρχει δοχείο με «εξέχον πτερόν». Πρόκειται πάλι για τα «ΝΥΜΦΙΑ» τα οποία αργότερα πήραν αυτό το όνομα προς τιμήν του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Λουκίου Σεβήρου [193-211 μ.Χ.] ο οποίος, όπως ο Τραϊανός 98-117 μ.Χ.], προστάτευσε την πόλη.
Το ότι γίνονταν και ιππικοί αγώνες, ίσως και αρματοδρομίες, το επιβεβαιώνει και ο τύπος πολλών χάλκινων νομισμάτων της αρχαίας Αγχιάλου με παραστάσεις ιππέων, τεθρίππων, γυναικών καθισμένων σε άρματα που σύρονται από δύο ίππους, όρθιοι άνδρες που κρατούν με τη δεξιά τη χαίτη του ίππου και με την αριστερά την ουρά κ.α. Σημειωτέον ότι πολιούχος της Αγχιάλου ήταν ο Απόλλων, τον οποίο τιμούσαν και οι Θράκες ως θεό ήρωα ιππέα.
Οι αγώνες αυτοί, τα «ΝΥΜΦΙΑ», γίνονταν προς τιμήν των εγχωρίων νυμφών που τις λάτρευαν πολύ και οι γύρω Θράκες. Οι νύμφες λέγονταν και «Αγχιάλειαι Κυρίαι» και θεές και τις παρίσταναν στα ανάγλυφα ως τρεις «Χάριτες» με τις οποίες και ταυτίζονταν. Και έτσι έγινε ένα μίγμα ελληνοθρακικής λατρείας και θρησκείας [R.A 1930, σ. 283-284 Ντεόνα N., Le groupe des trois Graces] Tα πιο πάνω επικυρώνονται από τις επιγραφές που βρέθηκαν και οι οποίες αναφέρονται στον Α΄ τόμο, σ. 190 του βιβλίου Γ. Μιχαήλωφ, Ελληνικαί επιγραφαί εν Βουλγαρία ευρεθείσαι.
Μεταξύ αυτών είναι:
1] Ανάγλυφο με τρεις Νύμφες Χάριτες
Επιγραφή 380
Κυρίες νύμφες / Ζωπάς Ιουλίου / Ευχαριστήριον ανέθηκεν
2] Ανάγλυφον με τρεις Νύμφες Χάριτες
Επιγραφή 381
Μάρκος Ιούλιος / Νύμφαις / Αγχιάλειαις
Επίσης μία από τις δύο επιγραφές που δημοσιεύτηκαν εις την Revue Archeologique, A.G.Seure.1925, σ. 441 έχει ως εξής.
Θεαίς νύμφαις Βουδεπηναίς
βουλευτού Αγχιαλέων
ευχαριστήριον υπέρ τε αυτού
[Σημ. Στην αρχαιότητα οι κάτοικοι της Αγχιάλου λέγονταν Αγχιαλείς και όχι αγχιαλίται όπως επικράτησε αργότερα, ενώ στα βυζαντινά χρόνια «Αχελινοί» όνομα που επιζεί ακόμη στη Νέα Αγχίαλο].
α] Παραδόσεις Αγχιάλου
β] Εταιρεία Θρακικών Μελετών.
[Θρακικόν Αρχείον, τόμος 23, 26].
Γιώργος Διονυσίου, εθνολόγος, ιστοριοδίφης, ζωγράφος.
Από φύλλο της εφημερίδας Θεσσαλία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου