Νομίζω πως είναι απαραίτητο σε όλους εμάς που
ασχολούμαστε με τα ιστορικά της πατρίδας
μας, με σκοπό να παρουσιάσουμε κάποια εργασία, όχι μόνο να ερευνούμε ό,τι
σχετικό έχει γραφτεί γι’ αυτή μέχρι σήμερα, αλλά και να το μελετούμε πολύ
προσεκτικά. Όσο για ό,τι παίρνουμε από την προφορική παράδοση (μαρτυρία,
πληροφορία), που είναι κι αυτή μια πολύτιμη πηγή γνώσεων, καλό είναι, αν είναι
δυνατόν, να το διασταυρώνουμε, γιατί πολλές φορές μπαίνει έντονα και το προσωπικό.
Πέρα απ’ αυτά επειδή η ιστορία ενός τόπου δεν είναι ξεκομμένη, αλλά έχει σχέση
και με την ιστορία της περιοχής και όχι μόνο, η έρευνα πρέπει να επεκτείνεται και ευρύτερα. Για
παράδειγμα η ιστορία της Αγχιάλου δεν μπορεί να ξεκοπεί από την ιστορία της Βουλγαρίας. Σημασία έχει πάντως ότι εκείνο
που συγκεντρώνεται πριν καταγραφεί πρέπει
να είναι τελείως τεκμηριωμένο, ώστε να είναι κατά το δυνατόν αληθινό, γι΄ αυτό
και ο συγγραφέας πρέπει ν΄ αναφέρει με λεπτομέρεια τη βιβλιογραφία. Αλλά για να
είναι αληθινό πρέπει ακόμα ο συγγραφέας ν’ αφήσει κατά μέρος τις πολιτικές του
πεποιθήσεις, πράγμα που δυστυχώς σπάνια γίνεται. «Αεί κράτιστον εστί τα αληθή
λέγειν εν παντί καιρώ» τονίζει ο Μένανδρος.
Σήμερα η έκδοση ενός συγγράμματος είναι πολλές φορές
αρκετά εύκολη γιατί αν το θέμα είναι ενδιαφέρον προσφέρονται να βοηθήσουν
οικονομικά, δήμοι, σύλλογοι, τράπεζες κ.α. με την φιλοδοξία του υποστηριχτεί
των γραμμάτων αλλά και του ενδιαφερόμενου για τον τόπο του, και γιατί όχι για τον συγγραφέα. Πάντως όλοι
νομίζω συμφωνούμε ότι η ενέργεια αυτή
είναι αξιέπαινος. Ωστόσο πολλές φορές, πριν την έκδοση του έργου, δεν γίνεται
όσον έπρεπε αξιολόγησή του ή γίνεται
επιπόλαια, οπότε φέρουν ευθύνη και όσοι βοήθησαν στην υλοποίησή της. Βέβαια δεν
θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για εργασία αναγνωρισμένου συγγραφέα που χωρίς
συζήτηση είναι πρόθυμοι να αναλάβουν την έκδοσή του και γνωστοί εκδοτικοί οίκοι. Όλοι πρέπει να συνειδητοποιήσουμε
πως ό,τι εκδίδεται δεν είναι να πούμε
αρκεί η προσπάθεια.
Στις μέρες μας όσοι διανοούμενοι ασχολούνται με τις
τέχνες και τα γράμματα, που όπως γνωρίζουμε όχι μόνο δεν λείπουν από το Βόλο, αλλά
είναι και πάρα πολύ αξιόλογοι, από
λεπτότητα, θα μπορούσα να πω, αποφεύγουν να κάνουν κριτική ενός έργου όταν βλέπουν
αδυναμίες, ενώ προθυμότατα, και πολύ σωστά, λένε τα καλύτερα λόγια όταν
συμβαίνει το αντίθετο. Φυσικά ένα έργο δεν καλύπτει τα πάντα θεματικά και δεν
θα έχει ατέλειες, σε ορισμένα σημεία, ακόμα και ανακρίβειες που μπορεί να προέρχονται
από κάποια πηγή γραπτή ή προφορική, χωρίς φυσικά να λείπουν οι εξαιρέσεις.
Καθήκον του συγγραφέα είναι να περιορίσει όσον το δυνατόν όλες αυτές τις
αδυναμίες γιατί ένα βιβλίο πχ ιστορικό δεν θα το διαβάσει κάποιος για περάσει
την ώρα του, αν κι αυτό μπορεί να συμβεί, αλλά για ν’ αποκομίσει γνώσεις που θα τις
χρησιμοποιήσει ανάλογα με την περίπτωση. Ένα σοβαρό ντοκουμέντο σε ένα
σύγγραμμα και όχι μόνο είναι μια
φωτογραφία, αρκεί αυτή να είναι αυθεντική και να συνοδεύεται με την απαραίτητη
λεζάντα ώστε να διαφωτίζει τα πάντα που
απεικονίζει. Απαραίτητο ακόμα και το από πού προέρχεται. Η φωτογραφία, που θα χρησιμοποιηθεί για κάποιο σκοπό, θέλει μεγάλη προσοχή, γιατί
άλλο μπορεί να απεικονίζει και άλλο να
γράφει, από κάτω ή πίσω, πως
απεικονίζει. Ακόμα μπορεί κι αυτός που θα μας την προσφέρει να μας δώσει
λανθασμένα στοιχεία. Για παράδειγμα σημειώνω πως στη ιστοσελίδα «Νεα Αγχίαλος» είδα
να μοστράρει η φωτογραφία της «Μαρασλείου Σχολής Φιλιππουπόλεως» για σχολείο
της Παλιάς Αγχιάλου. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Τέσσερις φωτογραφίες της Νέας Αγχιάλου αναφέρονται ως
φωτογραφίες της Παλιάς Αγχιάλου. Δεν θα ήθελα να μιλήσω και για ορισμένα σημεία
του κειμένου!
Και γεννάται το ερώτημα. Πρέπει κανείς να κλείσει το
στόμα του όταν βλέπει να αλλοιώνεται η ιστορία και μάλιστα της πατρίδας του; Νομίζω όχι. Αυτό φυσικά ισχύει και για τα
δικά μας «γραφούμενα». Κανείς δεν είναι τέλειος. Να τι λέει για την κριτική ο
λογοτέχνης και ακαδημαϊκός Θανάσης Βαλτινός: « Η κριτική είναι απαραίτητος σε
όλες τις τέχνες. Είναι ένα θέμα ευρύτερα πνευματικό, με ζυμώσεις, απόψεις, που
μπορεί να είναι ωφέλιμες. Είναι ένας διάλογος απαραίτητος. Το έργο απευθύνεται
στους αναγνώστες οι οποίοι κάνουν την άλλη μισή δουλειά. Κάθε αναγνώστης βάζει
τα δικά του πράγματα μέσα. Ο κριτικός είναι ο πιο εξειδικευμένος αναγνώστης. Συχνά
είναι εμπαθής και ανεπαρκής. Καμιά φορά ο διάλογος είναι λειψός, μέτριος,
κακόπιστος, αλλά είναι διάλογος. Δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς την κριτική».
Ο μεγάλος
Μεξικανός ζωγράφος Σικουέιρος, λέει πως κριτική πρέπει να κάνουν, εκτός των
ειδικά καλλιεργημένων, κι εκείνοι που είναι μέσα στην ουσία των πραγμάτων.
Δηλαδή ο ζωγράφος στο ζωγραφικό έργο, ο λογοτέχνης στο λογοτεχνικό έργο κ.ο.κ. Δυστυχώς αυτό σπάνια γίνεται.
Σήμερα βλέπουμε με χαρά να γίνεται ένας αγώνας και αξιολόγησης
του κάθε τι που έχει σχέση γενικά με τον πολιτισμό μας που άφησαν πίσω οι
γενιές που πέρασαν και στο πρόσφατο παρελθόν. Μέσα σ’ αυτό το πνεύμα, είναι και
η ίδρυση των λαογραφικών μουσείων που
καλύπτουν την πλευρά του λαϊκού πολιτισμού μας. Είναι αναγνωρισμένο πια πως η
προσφορά αυτών των Μουσείων είναι μεγάλη, γιατί παρουσιάζουν ζωντανά τα ίχνη
του, αυτής της περιόδου, για την οποία κανείς δεν ενδιαφερόταν πριν. Ωστόσο κι
εδώ χρειάζεται μεγάλη προσοχή γιατί το αντικείμενο που θα εκτεθεί πρέπει να
δίνει αληθινές και όσο δυνατόν περισσότερες πληροφορίες. Πολλές φορές η εξακρίβωση αν όντος ένα έκθεμα, π.χ. μια
παραδοσιακή φορεσιά, εκπροσωπεί έναν τόπο, δεν είναι και τόσο εύκολη. Πρώτα-πρώτα η ιδιομορφία ενός τόπου, ακόμα και γειτονικού, μπορεί να συντελέσει σε
αλλαγές. Αλλά και με τη πάροδο του χρόνο κι άλλοι παράγοντες, όπως η αλλαγή του
τρόπου ζωής, η εγκατάσταση ξένων με άλλες συνήθειες, μπορεί να επιδράσουν. Και
μια που αναφέραμε για παραδοσιακές στολές θα πούμε με την ευκαιρία δυο λόγια για
τη παραδοσιακή φορεσιά, ανδρική και γυναικεία, της Ανατολικής Ρωμυλίας, της
περιοχής που γεωγραφικά είναι σήμερα η νοτιοανατολική Βουλγαρία. Από τις φορεσιές
που βλέπουμε στα λαογραφικά μουσεία, στις συλλογές συλλόγων αλλά και στα
χορευτικά συγκροτήματα της περιοχής μας, σχηματίσαμε μια εικόνα για το ποια
είναι τα χαρακτηριστικά τους. Ωστόσο οι φορεσιές αυτές, οι οποίες πράγματι
είναι γραφικές, εκπροσωπούν μόνο μέρη
του εσωτερικού της Ανατ. Ρωμυλίας (Καβακλή, Στενίμαχο κ.α.). Αν κανείς απ’ αυτούς που γνωρίζουν τα πράγματα τις προσέξει
καλά, θα διαπιστώσει πως έχουν αρκετές ομοιότητες με τις Βουλγάρικες
παραδοσιακές στολές των ίδιων περιοχών. Για παράδειγμα τα άσπρα «ποδοπάνια» με
τα κορδόνια που περιβάλουν τις γάμπες και τα «τσερβούλια» αντί για παπούτσια
στην ανδρική φορεσιά, θα τα έβλεπες μέχρι πρότινος και στα πόδια κάθε χωρικού
Βούλγαρου με όποια στολή κι αν φορούσε. Σήμερα τις στολές αυτές, βλέπουμε να
τις καθιέρωσαν σαν δικές τους παραδοσιακές και περιοχές που είχαν άλλη παράδοση.
Για παράδειγμα το χορευτικό συγκρότημα του Δήμου Νέας Αγχιάλου έχει καθιερώσει
αυτές. Όμως η Αγχίαλος και οι άλλες παραλιακές πόλεις της (Μαύρης Θάλασσας)
Αν. Ρωμυλίας με ελληνικούς πληθυσμούς λόγω και τη μεγάλης ναυτικής τους παράδοσης
που διευκόλυνε την επαφή τους με τον νησιωτικό και τον άλλο ελληνισμό είχαν
υποστεί πολλές επιρροές. Και με την ευκαιρία να πούμε ότι στην Π. Αγχίαλο είχαμε και οικογένειες που
κατάγονταν από την Ύδρα, τη Λέσβο, τη Σκόπελο κ.α. Oι παραλιακές πόλεις είχαν περισσότερο
επαφή με Πόλη, Οδυσσό, Ρουμανία παρά με το εσωτερικό. Εξαίρεση αποτελούσε η
Φιλιππούπολη που πήγαιναν πολλοί Αγχιαλίτες για ανώτερες σπουδές. Γι’ αυτό και
το γλωσσικό ιδίωμα των παραλίων ήταν διαφορετικό και συγγενικό με το
Κωνσταντινουπολίτικο. Όλα αυτά, αλλά και ο πλούτος της Αγχιάλου, συνέβαλαν στο
ν’ αλλάξει πολύ νωρίς ο τρόπος ζωής και
να γίνει μικροαστικός. Το δημοτικό τραγούδι είχε εγκαταλειφθεί σχεδόν και παρ’
ότι διατηρήθηκαν μερικοί παραδοσιακοί χοροί, όχι όμως η μεγάλη ποικιλία των ωραίων χορών του εσωτερικού, ήσαν
στο φόρτε οι πόλκες, οι μαζούρκες τα βαλς κ.λπ. Η μόδα ήταν κατευθείαν από το
Παρίσι.
Όταν ήρθαν οι Αγχιαλίτες ως πρόσφυγες εδώ καμία
Αγχιαλίτισσα δε φορούσε παραδοσιακή στολή. Λίγα στοιχεία υπήρχαν στο ντύσιμο
μερικών ηλικιωμένων Αγχιαλιτών. Το πλατύ
ζωνάρι και το φαρδύ χονδρό πανταλόνι (ποτούρ’). Από μαρτυρίες που έχουμε
ξέρουμε πολύ καλά πως ή ανδρική παραδοσιακή φορεσία που κρατήθηκα και λίγο πριν
τις αρχές του 20 αιώνα στην Παλιά Αγχίαλο ήταν σε γενικές γραμμές μαύρη, μπλέ
βράκα, άσπρη κάλτσα, κοντοπάπουτσο, πλατύ
ζωνάρι άσπρο ή κόκκινο, φέσι με φούντα. Όσο για τη γυναικεία έχουμε λίγα
στοιχεία. Πάντως από περιγραφές που μου έκανε η μητέρα μου για την παραδοσιακή
φορεσιά της γιαγιάς της, αλλά και από άλλες μαρτυρίες, συμπεραίνω πως αυτή δεν
είχε καμιά σχέση με αυτές του χορευτικού συγκροτήματος της Νέας Αγχιάλου. Σε
ένα έργο του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου (1928), όπως σημειώνεται, απεικονίζονται δύο Αγχιαλίτισσες
προσφυγοπούλες με παραδοσιακές στολές, μάλλον καθημερινές. που έχουν στοιχεία
των στολών του εσωτερικού. Πιστεύω ότι πρόκειται για ελληνίδες των χωριών της
Αγχιάλου που ήταν προς το εσωτερικό και οι οποίες ήρθαν στην Ελλάδα μετά τη
Συνθήκη Νεϊγύ (1919), της εθελουσίας ανταλλαγής, ενώ οι Αγχιαλίτες όπως ξέρουμε
ήρθαν το 1906. Με την ίδια συνθήκη εγκαταστάθηκαν στην Π. Αγχίαλο, σημερινή
Πομόριε, πολλοί Βούλγαροι που έφυγαν από τη δική μας Θράκη και Μακεδονία,
μάλιστα ο σημερινός δήμαρχος της πόλης κρατάει απ’ αυτούς. Αυτοί είχαν τις
δικές τους βουλγαρικές παραδοσιακές φορεσιές, που αρκετοί φυλάνε ακόμη στα
σπίτια τους εκεί.
Πριν κλείσουμε σημειώνω ακόμη πως αν ρίξει κανείς μια
ματιά στο βιβλίο του Αριστείδη Ι. Παπαδάτη «Ιστορία-Αγώνες-Δίκαια του
Ελληνισμού της Αν. Ρωμυλίας» Αθήναι 1945, θα αντικρίσει την εικόνα ενός Έλληνα
λεμβούχου (βαρκάρη) των παραλίων της Αν.
Ρωμυλίας (Μαύρης Θάλασας), και μιας Ελληνίδας χωρικής της Αν.Ρωμυλίας (Μusee Cosmopolit No 98, 102, Ansienne Maison Aubert), και που παραθέτουμε. Γεννάται όμως το
ερώτημα: Η στολή που φορεί η Ελληνίδα χωρική,
έστω αυτή η καθημερινή, ποιας περιοχής της Ανατ. Ρωμυλίας είναι; Το περίεργο
όμως είναι ότι δεν βλέπουμε να έχει και πολλές ομοιότητες με καμία από τις
στολές που γνωρίζουμε. Ίσως να είναι από εκείνες των παραλίων που είχαν πάψει
να φοριούνται από χρόνια.
Εφημ. «Σύγχρονη Σκέψη»
Ιούλιος –Αύγουστος 2008. αριθ. φύλλου 66
«Νέα Αγχίαλος» http:// www. neaaghialos.gr/documents/33.html
Eφημ. « Η καθημερινή» -ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ-
Τεύχος 277- 21/9/200
Θ. Πάνου «Φόρμα και
θεματικό περιεχόμενο στη ζωγραφική» Αθήνα 1978
Δ. Μαυρομμάτη « Η Αγχίαλος μεσ’ από τις φλόγες» Αθήναι 1930
Γ. Διονυσίου
«Αχελινά» Αθήνα 1986
Γ. Διονυσίου « Μια
Αγχίαλος νέα γεννιέται» Βόλος 2007
Οικογενειακές και
άλλες παραδόσεις της Αγχιάλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου