Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2012

Η μουσική κίνηση στη Νέα Αγχίαλο κατά την περίοδο του Μεσοπόλεμου


                                                                                              Γιώργου  Διονυσίου

Όταν το 1908 οι Αγχιαλίτες πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στο νεόκτιστο συνοικισμό, της Νέας Αγχιάλου, αμέσως ενδιαφέρθηκαν  για τη λειτουργία  των σχολείων και αυτό ήταν φυσικό, γιατί στη παιδεία είχαν μεγάλη παράδοση. Να σημειωθεί ότι ο αναλφαβητισμός στους Αγχιαλίτες ήταν ανύπαρκτος. Όμως τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετώπισαν και οι συμφορές, με φοβερότερη την ελονοσία, συνέπεια της οποίας ήταν ο αφανισμός ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού και η φυγή ενός άλλου, τους ανάγκασε να συγκεντρώσουν όλη την ενεργητικότητα τους γύρω από την επιβίωση. Αλλά και με τις καλύτερες συνθήκες, οι Αγχιαλίτες, για να τα βγάλουν πέρα, εφόσον θα στηρίζονταν μόνο στα αγροτικό εισόδημα, θα έπρεπε να εργάζονται όλοι οικογενειακώς. Αυτό το τόνιζε και ο γεωπόνος Χασιώτης στην έκθεσή του, που υπέβαλε στο κράτος, όταν πρότεινε για την εγκατάσταση των Αγχιαλιτών το τσιφλίκι του Παν. Τοπάλη.
Έτσι εξηγείται το ό,τι ακόμα και στα μέσα της δεκαετίας του 1930, η πρώτη τάξη του Δημοτικού Σχολείου δεν είχε ποτέ λιγότερα από 100 παιδιά, όπως η δική μας που είχε 118, ενώ η πέμπτη μαζί με την έκτη δεν περνούσε τα 30. Ήταν τόσες οι ανάγκες που μόλις άρχισε να στέκεται καλά στα πόδια του ένα παιδί, το σταματούσαν από το σχολείο για να δώσει ένα χέρι βοήθειας στους ταλαίπωρους γονείς. Υπήρχαν κι άλλοι λόγοι μα αυτός ήταν ο κυριότερος. 
Έτσι παρά την αγάπη των Αγχιαλιτών στα γράμματα, ελάχιστοι είχαν ακολουθήσει ανώτερες σπουδές, τα πρώτα χρόνια, κι αυτοί ήσαν παιδιά μερικών οικογενειών που είχαν φέρει αρκετό χρήμα από την Βουλγαρία, και οι οποίοι καθώς και οι οικογένειές τους γρήγορα εγκατέλειψαν τη Νέα Αγχίαλο. Οι άλλοι δυστυχώς τίποτε. Πόσες φορές δεν είχα ακούσει να λέγει ο πατέρας μου, που ήταν δάσκαλος: «Κρίμα εκείνο το παιδί… που δεν θα πάει στο γυμνάσιο! Είπα και ξαναείπα στο πατέρα. Τίποτε εκείνος. Δεν γυρίζει το κεφάλι του». Και να φανταστεί κανείς πως αυτός ο πατέρας μπορούσε να σου απαγγείλει απ’ έξω μια  ολόκληρη περικοπή από τον Ξενοφώντα.   
Μόλις από τις αρχές της δεκαετίας του 1930 άρχισαν να πηγαίνουν οι πρώτοι μαθητές στο γυμνάσια, του Βόλου και του Αλμυρού  και δεν ήσαν μόνο παιδιά των δασκάλων ή του γιατρού, αλλά και γεωργών, γιατί οι Αγχιαλίτες με την καπνοκαλλιέργεια, την αμπελουργία και μερικά άλλα είχαν αρχίσει ν’ ανεβαίνουν οικονομικά. Ωστόσο οι μαθητές αυτοί, μεταξύ των οποίων και δύο κοπέλες, μετρούνταν στα δάχτυλα. Όσο για τους επιστήμονες, οι πρώτοι που εμφανίστηκαν,  ένας δάσκαλος, τρεις δικηγόροι και δυο γιατροί, ήταν στις αρχές περίπου της δεκαετίας του 1950.       
Όμως οι παλιοί Αγχιαλίτες δεν είχαν μόνο παράδοση στη παιδεία, είχαν και στη μουσική και μάλιστα στη κλασική. Δεν ήσαν σπάνιοι εκείνοι που γνώριζαν βιολί, κιθάρα, φλάουτο, οκαρίνα, μούζκα (φυσαρμόνικα, είδος μικρού απλού ακορντεόν) ακόμα και πιάνο, που μερικοί είχαν και στα σπίτια τους. Βέβαια υπήρχαν και οι λαϊκοί οργανοπαίχτες που απ’ την κομπανία τους δεν έλειπαν τα σαντούρια και τα λαούτα αλλά και οι τρόμπες. Οι γκάιδες όμως έλειπαν από την Αγχίαλο. Αν εμφανίζονταν καμιά, ιδίως τις μέρες του τρύγου, που έπαιρνε πανηγυρικό χαρακτήρα, θα ήταν απ’ έξω. Πέρα απ’ αυτούς, υπήρχαν στην Αγχίαλο και οι τσιγγάνοι οργανοπαίχτες. Οι κατσίβελοι ή τσεγγενέδες, όπως τους έλεγαν, που ήσαν μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα. Να σημειώσουμε εδώ πως στην Αγχίαλο υπήρχε από παλιά και εκκλησιαστική μουσική παράδοση.
 Πριν ακόμα από το τέλος του 19ου αιώνα οι Αγχιαλίτες  είχαν αρχίσει να ζουν μια μικροαστική ζωή. Σ’ αυτό συνετέλεσε ο πλούτος τους και η μεγάλη επικοινωνία που είχαν με Κων/πολη, Οδυσσό, Βουκουρέστι κ.α. Η μόδα ήταν κατ’ ευθείαν από τους μεγάλους οίκους του Παρισιού: Σαμαριτέν, Γκαλερί Λαφαγέτ κ.α. Τις παραδοσιακές στολές που έμοιαζαν πολύ μ’ αυτές της νησιωτικής Ελλάδας, και δεν είχαν καμιά σχέση μ΄ αυτές που βλέπουμε σήμερα στο χορευτικό «παραδοσιακό» συγκροτήματος Νέας Αγχιάλου, ελάχιστοι τις φορούσαν στις αρχές του 20 ου αιώνα. Το μόνο που διατηρήθηκε, ακόμα και στη Ν. Αγχίαλο μέχρι τις μέρες μου, ήταν το πλατύ μάλλινο ζωνάρι. Το ίδιο συνέβη και με το δημοτικό τραγούδι που εγκαταλείφτηκε σχεδόν τελείως, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, και αντικαταστάθηκε με το ελαφρό της εποχής και ιδίως την καντάδα. Οι Αγχιαλίτες ήσαν άριστοι τραγουδιστές. Δεν προλάβαινε ένας να ανοίξει το στόμα του και αμέσως έμπαινε το σιγόντο και το μπάσο. Πέρα από τα γνωστά τραγούδια του πανελλήνιου είχαν και δικά τους (τύπου καντάδας) που ήταν έργο Αγχιαλιτών συνθετών. Πολλά από αυτά που έφτασαν και στη Νέα Αγχίαλο δεν τα άκουσα πουθενά αλλού. Πρέπει να πούμε εδώ πως πολλοί, σαν γνώστες και της Τουρκικής γλώσσας, ήξεραν και ωραία παλιά τούρκικα τραγούδια, αλλά και χορούς, ενώ εκείνοι που ήξεραν κανένα βουλγάρικο ήσαν λιγότεροι. Δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο, σε γλέντια, όταν το κρασί έπαιρνε και έδινε, να ακούς ένα αχταρμά από τραγούδια, και να βλέπεις να χορεύουν ό,τι μπορείς να φανταστείς. Ήσαν αυτά που ζούσαν ακόμα βαθιά στην ψυχή τους, γεννήματα αδελφικής ή εχθρικής συμβίωσης με άλλους λαούς. Τα περισσότερα από  τα δημοτικά που επέζησαν, επέζησαν γιατί η μελωδία τους ήταν σε ρυθμό ορισμένων παραδοσιακών χωρών που αγαπούσαν πολύ, όπως καλαματιανό, συρτό, μπαϊντούσκα, σίρμπα, χασάπικο και βατάμικο που ήταν ένας χορός ψαράδων. Τους άλλους ωραίους χορούς του εσωτερικού της Ανατολικής Ρωμυλίας οι Αγχιαλίτες δεν τους χόρευαν. Επέζησαν όμως και μερικά άλλα δημοτικά που είχαν σχέση με το γάμο και τη λαϊκή λατρεία. Θα μπορούσα να χαρακτηρίσω δημοτικά και εκείνα που «έβγαζε» ο λαός σε περιπτώσεις μεγάλης λύπης ή χαράς, που δεν έλειπαν από την Αγχίαλο.
 Στους «μπάλους» δηλαδή στους χορούς που οργανώνονταν στην Παλιά Αγχίαλο, αν και δεν έλειπαν οι παραδοσιακοί χοροί, και προπαντός η μπαϊντούσκα, που τη χόρευαν «αλα ρόσκα» δηλαδή πολύ πηδηχτά, επικρατούσαν οι ευρωπαικοί που τους ρυθμούς τους γνώριζαν και οι λαϊκοί οργανοπαίχτες: Τανγκό, βάλς, βάλς σιτασιόν, φοξ, φοξ τροτ, φοξ καντρίλιες, μαζούρκα, πόλκα. Είχαν τόσο εγκολπωθεί αυτούς τους χορούς, που μεθούσαν κυριολεκτικά όταν τους χόρευαν! Με την ευκαιρία να πούμε πως είχαν και λατέρνες που έπαιζαν, πολλές φορές, σ΄ αυτούς τους χορούς με ίδιο ρεπερτόριο.         
 Με τον ερχομό των Αγχιαλιτών εδώ στην Ελλάδα ήταν φυσικό να φέρουν μαζί τους, κοντά σε όλα, και τη μουσική τους παράδοση. Όσοι είχαν διασώσει τα μουσικά όργανα τα κουβάλησαν κι αυτά εδώ: Βιολιά, λαούτα, σαντούρια, φλάουτα, φυσαρμόνικες (μούζκες), τρόμπες, κιθάρες. Μαζί με όλα ήρθαν  κι ένα πιάνο και δυο λατέρνες. Έτσι σε κάθε ευκαιρία, παρ’ όλα τα προβλήματα η μουσική έπαιρνε και έδινε με το ίδιο ρεπερτόριο της παλιάς πατρίδας. Πολλοί απ’ αυτούς που έπαιζαν όργανα, από τα πρώτα χρόνια κιόλας λόγω των συμφορών εγκατέλειψαν τη Νέα Αγχίαλο παίρνοντας μαζί και τα «εργαλεία» τους. Μέχρι το 1940 και λίγο αργότερα, υπήρχε στη Νέα Αγχίαλο ακόμη κομπανία, και μάλιστα δυο, από Αγχιαλίτες οργανοπαίχτες της προσφυγικής γενιάς, αλλά μόνο με βιολί, λαούτο και κλαρίνο, που αντικατέστησε εδώ το φλάουτο και την οκαρίνα, με το ίδιο ρεπερτόριο στο οποίο επικρατούσαν τα ευρωπαϊκά. Όλοι οι χοροί δίνονταν, τις αποκριές, και άλλες γιορτές, για διασκέδαση αλλά και για άλλους σκοπούς ιδίως στο μεγάλο καφενείο της αγοράς ή στο Σχολείο είχαν αστικό χαρακτήρα. Αυτό το επισφράγιζαν και τα τραγούδια που ακούγονταν. Όλα τα ελαφρά τραγούδια της εποχής, έπαιρναν και έδιναν στη Ν. Αγχίαλο. Σαν πηγή ήταν τότε οι δίσκοι γραμμοφώνων, εκείνων των γραμμοφώνων με τα τεράστια χωνιά  που αρκετοί είχαν προμηθευτεί, αλλά και οι περιοδεύοντες θίασοι με τις τραγουδίστριες και τους μουζικάντες τους που δεν παρέλειπαν να περνούν κάθε καλοκαίρι. Από τους δίσκους μάθαιναν και τα ρεμπέτικα της εποχής τα οποία είχε αρχίσει να τα τραγουδά ο πιο απλός κόσμος. Ιδιαίτερα είχε αρχίσει να αγαπά εκείνα που είχαν ρυθμό χασάπικου η χασαποσέρβικου που ήταν μισοπαραδοσιακοί χοροί της Αγχιάλου. Υπήρχε όμως και ντόπια κομπανία με παλιοελλαδίτικο ρεπερτόριο, τσάμικα κ.α. για την εξυπηρέτηση του μη προσφυγικού στοιχείου, Σαρακατσάνων και Παλιοχωρίσιων,  που είχε εγκατασταθεί στη Ν. Αγχίαλο.   
Στο δημοτικό σχολείο της Ν. Αγχιάλου στη δεκαετία του 1920 και 1930 από τους δασκάλους που υπηρετούσαν, ο Διαμάντης Καλιαντζόγλου, και ο Παναγιώτης Διονυσίου (πατέρας μου) έπαιζαν βιολί που η χρήση του στο σχολείο ευχαριστούσε τους μαθητές και έκανε πολλούς να επιθυμούν τη μάθησή του.
Σ’ αυτό συναινούσαν και οι γονείς τους μια που τα μαθήματα θα γίνονταν στο χωριό. Τα πρώτα μαθήματα βιολιού και κιθάρας τα έδωσε ο Π. Διονυσίου. Όμως βλέποντας, από τη μια μεριά πως οι γνώσεις του δεν του επέτρεπαν να προχωρήσει περαιτέρω, και απ’ την άλλη πως υπήρχε μεγάλη προθυμία από πολλούς γονείς να  μάθουν στα παιδιά τους όργανο, ζήτησαν να έρχεται στην Ν. Αγχίαλο ο μουσικός Μιχάλης Ποτούμκιν, ο γνωστος «Ρώσος» που διατηρούσε και δικό του ωδείο στην οδό Δημητριάδος του Βόλου, πράγμα που δέχτηκε με προθυμία. Αυτό εν έτη 1934. Ο Ποτούμκιν είχε εγκατασταθεί και παντρευτεί στο Βόλο μετά τη φυγή του από τη Ρωσία στο καιρό της Οκτωβριανής Επανάστασης σαν τσαρικός αξιωματούχος που ήταν. Ήταν άριστος μουσικός και δάσκαλος και συμμετείχε σε πολλά μουσικά δρώμενα του Βόλου. Ήταν μαέστρος στη μαντολινάτα της οποίας θυμάμαι μια συναυλία το 1938 στο παλιό Δημοτικό Θέατρο. Αν δεν απατώμαι διηύθυνε και εκκλησιαστικές χορωδίες. Ήταν επίσης και άριστος ζωγράφος. Ο ίδιος είχε ζωγραφίσει το σκηνικό της φυλακής, όταν η έκτη τάξη του Γυμνασίου Βόλου ανέβασε το 1938, επίσης στο παλιό Δημοτικό  Θέατρο, το έργο του Βασίλη Ρώτα  «Ρήγας ο Βελεστινλής» Αυτό το γνωρίζω γιατί, λόγω αναστήματος, είχα επιλεγεί μαζί με άλλους συμμαθητές μου, πρώτης οκταταξίου, να υποδυθούμε τα παιδιά που φυγάδευε ο Ρήγας.
Το ενδιαφέρον για τη μάθηση οργάνων στη Ν. Αγχίαλο εξέπληξε το Ρώσο που αποφάσισε να την επισκέπτεται δυο φορές την εβδομάδα. Οι προτιμήσεις των αγοριών, εκτός από δύο κοπέλες, ήταν το βιολί αλλά και η κιθάρα, ενώ των κοριτσιών  το μαντολίνο. Οι μαθητές του βιολιού ήσαν δέκα αγόρια και δυο κοπέλες. Η διδασκαλία βιολιού στηριζόταν στις μεθόδους «Λαουρέ» Οι μαθητές της κιθάρας ήσαν άλλοι τόσοι περίπου, ενώ τα μαντολίνα υπερέβαιναν τα δεκαπέντε. Μερικοί από τους μαθητές, που οι περισσότεροι ήσαν παιδιά αγροτών και όχι μόνο των δασκάλων, του γιατρού κ.λπ. είχαν μεγάλο ταλέντο, όπως έλεγε ο Ρώσος. Μα ο ζήλος δεν έλειπε από κανένα. Καθημερινά θυμάμαι να αντηχούν οι γειτονιές από τα βιολιά τις κιθάρες και τα μαντολίνα, αλλά και τις γνωστές φυσαρμόνικες, όπως η «πίκολο» κ.α. που έπαιζαν με μεράκι οι εραστές της Μούσας. Σημειώνω πως μεταξύ των πρώτων μαθητών ήταν και ο αδελφός μου.  
Θέλοντας να προβάλει το έργο του ο Ποτούμκιν, αλλά και να ψυχαγωγήσει και ευχαριστήσει τους Αγχιαλίτες οργάνωνε με κάποια ευκαιρία και καμιά μουσική εκδήλωση. Μια απ’ αυτές τις εκδηλώσεις ήταν και η  συναυλία που δόθηκε μια γιορτινή μέρα του 1938 σε κεντρικό καφενείο της Αγχιάλου, με έργα Στράους, Γκρίγ, και Ιράιδεν (εισαγωγή από το Χαλίφη της Βαγδάτης). Έπαιζαν τρία βιολιά, δυο κιθάρες, δυο μαντολίνα και ένα ακορντεόν, που είχε φέρει από το Βόλο, λόγω έλλειψης πιάνου. Η συναυλία που στέφτηκε με επιτυχία είχε κα τη κωμική πλευρά. Δεν ξέρω ποιος από τις αρχές της Αγχιάλου σύστησε στο μαέστρο ότι  καλό θα ήταν να αρχίσει η εκδήλωση με το παίξιμο από την ορχήστρα  του ύμνου της 4ης Αυγούστου που τότε βρισκόταν στις δόξες της. «Γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελά πατέρα…». Ο ρώσος αν και αιφνιδιάστηκε, δεν τα έχασε.  Σηκώνει τα χέρια προς την ορχήστρα και αρχίζει να τραγουδά  «Γκιατί καίρεται ο κόσμος...» δίνοντας το σύνθημα. Ήξερε καλά πως δεν υπήρχε νέος εκείνη την εποχή που να μην γνωρίζει αυτά τα τραγούδια και να μην τα παίζει, λίγο ως πολύ, στο όργανο που μάθαινε. Και αυτό ήταν φυσικό, γιατί και κανένας σχεδόν δεν υπήρχε που να μην είναι μέλος της ΕΟΝ (Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας) σκαπανίτης ή φαλαγγίτης. Με το «Γκιατί καίρεται…», λοιπόν, του μαέστρου τα όργανα άναψαν. Τώρα τι έπαιζαν μόνον αυτοί γνώριζαν, γιατί τα ζωηρά χειροκροτήματα που ξέσπασαν αμέσως, στη κατάμεστη αίθουσα, σκέπασαν κάθε άλλο ήχο… Μετά από την απρόοπτη αυτή μουσική εισαγωγή η ορχήστρα πέρασε στο πρόγραμμα της που εκτέλεσε με επιτυχία. Η καλλιτεχνικό αυτή εκδήλωση της Νέας Αγχιάλου είχε αντίκτυπό και στην ευρύτερη περιοχή. Μάλιστα η τοπική εφημερίδα του Αλμυρού «Προς την πρόοδο» της αφιέρωσε ένα κολακευτικό άρθρο με τίτλο «Εξ Αγχιάλου τα φώτα».
Ωραία πήγαιναν τα πράματα, ωραία περνούσε και ο Ρώσος με τους Αγχιαλίτες. Πρόσφυγας αυτός. Πρόσφυγες κι εκείνοι. Ταίριασαν σε όλα και προπάντων στο κρασάκι, που λάτρευε κυριολεκτικά και ο μαέστρος. Όμως η κήρυξη το 1940 του πολέμου έφερε τέλος σε όλα, γιατί κανένα από τα παιδιά αυτά ακόμη κι εκείνα που είχανε ταλέντο δεν συνέχισε τις σπουδές όχι μόνο κατά το διάστημα της Ιταλογερμανικής Κατοχής αλλά και μετά την απελευθέρωση. Όμως με κάθε ευκαιρία, όσα ήσαν προχωρημένα και δεν είχαν εγκαταλείψει το παίξιμο δεν έχαναν την ευκαιρία να δίνουν το παρόν σε διασκεδάσεις, σε χορούς και άλλες εκδηλώσεις, που γίνονταν για ψυχαγωγία και για άλλους σκοπούς. Τέτοιες ήσαν εκείνες οπού γίνονταν στο διάστημα του Ελληνοιταλικού πολέμου και στα χρόνια της Κατοχής από τις Αντιστασιακές Οργανώσεις, αλλά και μετά την απελευθέρωση για ένα διάστημα.    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου