Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2008

ΟΙ ΕΣΧΑΤΟΙ ΤΩΝ ΘΕΟΥΡΓΩΝ


"Παν πλήθος μετέχει πη τού ενός"
Πρόκλου Διαδόχου, Στοιχείωσις Θεολογική, 1

«Οι Φθιώτιδες Θήβες Θεσσαλίας, μία αρχαία πόλη που άνθησε τόσο στην ελληνιστική όσο και στην πρωτοχριστιανική εποχή, υπέστη τις ίδιες μεταλλαγές με ολόκληρη την γνωστή Οικουμένη. Ο Αλέξανδρος ίδρυσε μία αυτοκρατορία για να ενώσει πολιτιστικά πολυάριθμους λαούς και πλήθος φυλών κάτω από την ελληνική κυριαρχία. Η Ρώμη έπαιξε το ίδιο παιχνίδι ακολουθώντας κανόνες που ήταν ήδη στημένοι και ενστερνίστηκε έναν κόσμο με ελληνικές αξίες.
Τώρα όμως, στα τέλη του 5ου αι. μ.X. ο αρχαίος κόσμος σβήνει και εγώ, ο τελευταίος μίας γενιάς νεοπλατωνικών θεουργών θα σας διηγηθώ τη σύντομη ιστορία του αδερφού μου. Ο παππούς μας ήταν ο γερο-Τύχων, μαθητής ο ίδιος του τελευταίου μεγάλου σχολάρχη της πλατωνικής Ακαδημίας των Αθηνών, του (νέο)πλατωνικού φιλοσόφου Πρόκλου. Στα νιάτα του άκουγε ιστορίες για τις αρχαίες θεότητες, μύθους και θρύλους που ζυμώθηκαν με τα ελληνικά χώματα. Έκανε επικλήσεις στους Θεούς και νήστευε συγκεκριμένες ημέρες σύμφωνα με το σεληνιακό ημερολόγιο. Έψαλλε ύμνους προς τον Δία και συμμετείχε σε τελετές στα κοιμητήρια, προς τιμή των ηρώων και των Αθηναίων προμάχων.
Ήρθε στην πόλη αυτή των Φθιωτίδων Θηβών με το ισχυρό κάστρο που έσφυζε από χριστιανική ζωή να κρυφτεί και να περάσει ήσυχος τα γεράματά του. Ο υιοθετημένος γιος του και πατέρας μας ήταν ναυτικός και εμείς, εγώ και ο αδερφός μου ο Ίππαρχος μέναμε μαζί του αφότου η μητέρα μας πέθανε. Μεγαλώσαμε ασκητικά, αλλά αφιερώναμε το χρόνο μας στο παιχνίδι, ενώ ο πατέρας μας βάπτισε χριστιανούς παρά την θέληση του παππού μας.
Τον ακούγαμε συχνά να βλαστημά και να αναφέρει ονόματα που μας ήταν ξένα. Πηγαίναμε μαζί του σε αγριότοπους μαζεύοντας βότανα για την παρασκευή φίλτρων θεραπευτικών, την συνταγή των οποίων κρατούσε επτασφράγιστο μυστικό. Τον βλέπαμε να κλείνεται στο υπόγειο εργαστήριό του και να παρασκευάζει φάρμακα που παραδόξως είχαν μεγάλη ζήτηση.
«-Αναρωτηθήκατε ποτέ πως δημιουργήθηκε όλο τούτο το μεγαλείο του ορυκτού, του φυτικού και του ζωικού κόσμου;» έλεγε σε μας την ώρα που τρώγαμε το φτωχό μας δείπνο δίπλα στη φωτιά. «-Ακούστε λοιπόν άμαθα ζιζάνια, έλεγε ο γερο-Τύχων, πως όλα προέρχονται από το Ένα, την αρχή των πάντων. Η ενότητα διέπει εξολοκλήρου τον κόσμο και αυτή του προσδίδει τη συνοχή και την αλκή του. Η ενότητα οδηγεί στη συμπάθεια του παντός, αναγόμενη στην αρχή που συνδέει τα όντα και αυξάνει την ουσία τους. Έτσι και ο άνθρωπος, το πιο μικρό και αξιοθαύμαστο λιθάρι σε αυτό το ενιαίο και συνεχές οικοδόμημα, χάρη σε αυτήν τη συνάφεια μπορεί να επηρεάσει πράγματα και πρόσωπα μακρινά μόνο με την τέχνη που έμαθα από τον δάσκαλό μου. Το όμοιο επηρεάζεται από το όμοιο». Για εμάς ετούτα ήταν ψιλά γράμματα. Το μόνο που μας ενδιέφερε εκείνη την εποχή ήταν το κυνήγι της αγριόπαπιας και το ψάρεμα. Φαίνεται όμως πως στον αδερφό μου τον Ίππαρχο είχαν βαθιά απήχηση τα λόγια τούτα. Ο γέρο-Τύχων έλεγε πως η μαγική τέχνη συνίσταται στις επικλήσεις των αρχαίων θεοτήτων, των τόσο λησμονημένων. «Καλέστε, έλεγε, την Δήμητρα και τον Διόνυσο, κάντε σπονδές με κουρκούτι και κρασί στο παλιό ιερό της Θεάς που σώζεται ακόμη κάτω από την ακρόπολη της πόλης μας και τότε θα ιδείτε το ανείπωτο, θα πετύχετε τον στόχο σας». Εμένα δεν ίδρωνε το αυτί μου με τέτοια λόγια. Στον Ίππαρχο όμως καταπώς φαίνεται έκαναν μεγάλη εντύπωση.
Ο γέρος παππούς μας, κάποτε πέθανε και έπρεπε να πορευτούμε στην ζωή μόνοι μας, αφού από τον πατέρα μας δεν είχαμε νέα. Εγώ αφού ασχολήθηκα με το ψάρεμα και διάφορες πρόχειρες ασχολίες χειροτονήθηκα διάκος στην ηλικία των είκοσι ετών. Τώρα είμαι κι εγώ μεγάλος στην ηλικία, όπως ο παππούς μου, κάθομαι στο σπίτι δίπλα στην φωτιά και θυμάμαι την μοίρα του αδερφού μου Ίππαρχου. Αυτός έμπλεκε συνεχώς σε καβγάδες στα κρασοπουλειά δίπλα στο λιμάνι, σύχναζε για λίγο στην παλαίστρα και έτρωγε όλα τα χρήματα που κέρδιζε από πρόχειρες δουλειές στα ζάρια. Μάταια προσπάθησα αφού έγινα διάκονος να τον συνετίσω. Δανειζόταν χρήματα από το κομπόδεμά μου με το πρόσχημα πως θα επενδύσει στο εμπόριο, αλλά ποτέ δεν μου τα επέστρεφε. Κάποτε όμως ήρθε και αυτού η ώρα να παίξει και να χάσει όχι στα ζάρια αλλά την καρδιά του.
Η Αλκμήνη ήταν ένα όμορφο και κακομαθημένο πλουσιοκόριτσο που κατά καιρούς ερωτεύτηκαν πολλοί νέοι της πόλης μας. Πατέρας της, ή μάλλον πατριός της, ήταν ο Ρωμαίος έπαρχος Αριστοκλής, με εξελληνισμένο όνομα, επιτετραμμένος του πάπα Ρώμης, στον οποίο ανήκε τότε διοικητικά η περιοχή μας. Ο έπαρχος Αριστοκλής σίγουρα δεν προόριζε την κόρη του για τα δόντια καθενός τυχάρπαστου. Παρ’ όλα αυτά η Αλκμήνη έδειξε κάποτε την προτίμησή της για τον Ίππαρχο. Συναντιόντουσαν κρυφά έξω από το τείχος και έδιναν όρκους αφοσίωσης. Η κοπέλα έδειξε να αγαπά τον αδερφό μου. Αυτός της έταζε ταξίδια στην Ανατολή και της έλεγε με εφηβικό ενθουσιασμό πως, αφού πλούτιζε σε μέρη μακρινά πουλώντας μυρωδικά, θα γυρνούσε για να την παντρευτεί ένδοξος πάνω σε ένα δυνατό άτι. Θα έφευγε να γίνει στρατιώτης με την πρώτη ευκαιρία στα μέρη της Βαβυλώνας. Εκεί όπου τότε πολεμούσε ο αυτοκράτορας Ηράκλειος. Η κοπέλα τον άκουγε και πίστευε τα λόγια του. Γρήγορα όμως οι υποσχέσεις αποδείχτηκαν ψεύτικες, τόσο από την μεριά του Ίππαρχου για όσα οραματιζόταν όσο και από την μεριά της Αλκμήνης.
Η νέα γρήγορα παντρεύτηκε κάποιον πλούσιο έμπορο από τη γειτονική επισκοπή της Λάρισας. Ο Ίππαρχος ήταν απαρηγόρητος. Τότε ήταν που θυμήθηκε τα παλιά ξόρκια και τις δεισιδαιμονίες του παππού μας. Βάλθηκε να αναστήσει τις παλιές και ξεχασμένες τελετουργίες. Ανακάλυψε τα απομεινάρια του συλημένου ιερού της Δήμητρας και της Κόρης. Ένα βράδυ λοιπόν επικαλέστηκε όλο κακία τις θέαινες να έρθουν να πάρουν εκδίκηση εκ μέρους του από την Αλκμήνη. Κανείς δεν γνωρίζει τι ακριβώς είδε ο Ίππαρχος εκείνο το βράδυ. Κάλεσε ίσως του νεκυοδαίμονες, σκοτεινά πνεύματα που συνδέουν τον κόσμο των ζωντανών με τους νεκρούς. Έριξε κουρκούτι με στάρι και έχυσε κρασί θυσιάζοντας και ένα μικρό μαύρο κουτάβι στις Θεές. Άμοιρε Ίππαρχε! Την άλλη ημέρα το πρωί βρέθηκε το σώμα του ξυλιασμένο, να έχει πάθει συγκοπή. Η εικόνα της Αλκμήνης βρέθηκε κοντά του καθώς και τα σύνεργα της θυσίας. Οι χριστιανοί ιερείς ανάμεσά τους και εγώ ξορκίσαμε τα κακά πνεύματα που είχε επικαλεστεί ο Ίππαρχος και κηδέψαμε το σώμα του άτυχου νέου για να αναπαυτεί η ψυχή του. Στην κηδεία παραβρέθηκε και η Αλκμήνη που τόσο παράφορα είχε αγαπήσει ο αδερφός μου. Υπήρξε ένας μαθητευόμενος μάγος που για χάρη του έρωτα, έχασε κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες την ζωή του. Ευτυχώς έπειτα από τον θάνατό του Ίππαρχου ξεχάστηκαν για πολύ καιρό οι τελετές των θεουργών. Κάποτε θυμάμαι τα παράξενα λόγια του προγόνου μου Τύχωνος στα όνειρά μου και ξυπνώ κάθιδρος. Τότε συγχέω την πραγματικότητα με τον κόσμο των ονείρων, κι αναρωτιέμαι ποιός από του δύο κόσμους είναι ο πιο παράξενος. Ποιος πραγματικά είναι ο κόσμος όπου όλα συμβαίνουν; Η οικτρή τύχη του Ίππαρχου που ακολούθησε μία πανάρχαια παράδοση προκαλεί αναστάτωση σε εμένα τον χριστιανό ιερέα. Γρήγορα όμως ησυχάζω στέφοντας το βλέμμα προς την εικόνα του Ιησού που γαληνεύει την ψυχή μου και διώχνει μακριά τον κόσμο των σκιών».



Εν Νέα Αγχιάλω, 2.2.2002 

1 σχόλιο: