Κριτική του βιβλίου του Λάσκαρη Ζαράρη, Τα μυστικά της Θεόπετρας, εκδ. Δυάς Εκδοτική, Αθήνα 2015, σελ. 162.
Methodologica
Θα ήθελα να εξηγήσω με λογικά και απλά επιχειρήματα γιατί δεν στέκουν πολλά από αυτά που γράφει ο ερασιτέχνης αυτοεκδιδόμενος (με τη γνωστή μέθοδο της ματαιοδοξίας των λίγων αντιτύπων-print on demand) συγγραφέας Λάσκαρης Ζαράρης στο μικρό βιβλίο για παιδιά Τα μυστικά της Θεόπετρας. Τέτοια έργα είναι σημάδια παρακμής της σημερινής Ελλάδας. Δεν μπορεί κανείς να έχει αξιώσεις στην ιστορική αλήθεια, αν δεν χρησιμοποιεί σωστά τη βιβλιογραφία και τις πηγές του. Όταν γράφουμε ιστορικό μυθιστόρημα και πόσο μάλλον βιβλίο γνώσεων για παιδιά, πάντα σεβόμαστε την εποχή στην οποία εκτυλίσσεται. Με άλλα λόγια, αν κανείς δεν στηρίζεται στη βιβλιογραφία, θα αποκλίνει σημαντικά από τις καθιερωμένες ιστορικές αντιλήψεις. Ένας ιστορικός μπορεί να γράψει τις σκέψεις του πάνω σε όσα διάβασε, αλλά χρησιμοποιεί τη λογική, ώστε να εξάγει λογικά συμπεράσματα, τα οποία άλλοι συζητούν ή/και αμφισβητούν. Η γνώμη μου είναι ότι ο συγγραφέας είτε θα έπρεπε να προσέξει περισσότερο, ώστε να ενσωματώσει σωστά τις ιστορικές πληροφορίες, είτε θα έπρεπε να γράψει τόσο αόριστα (φανταστικά), ώστε να μην τις παραποιεί.
Observationes historico-criticas
Ο συγγραφέας του υποτιθέμενου βιβλίου γνώσεων σημειώνει ότι οι προϊστορικοί άνθρωποι δεν είχαν ανακαλύψει τα παπούτσια. Ωστόσο, είναι γνωστό ότι από την παλαιολιθική εποχή ακόμη οι άνθρωποι έκαναν χρήση ελαφρώς κατεργασμένων πρωτογενών υλικών για την κατασκευή των πρώτων ενδυμάτων, είτε αυτά ήταν φυτικά είτε ζωικά (δέρματα ζωών, φύλα και κλαδιά δέντρων).
Ο αφηγητής του βιβλίου με τον ναΐφ τίτλο «Ιστορικόπουλος» παρουσιάζεται ως συλλέκτης και ταυτόχρονα ιστορικός. Ωστόσο, δεν υπάρχουν πολλοί συλλέκτες που είναι ταυτόχρονα και ιστορικοί. Όσον αφορά τα αρχαία, υπάρχει αυστηρή νομοθεσία. Επομένως, αυτό που συμβαίνει είναι πως είτε θα είναι κανείς πλούσιος και θα εισάγει αρχαιότητες από το εξωτερικό δηλώνοντάς τες στην κατά τόπους αρχαιολογική υπηρεσία είτε θα πρόκειται για αρχαιοκάπηλο. Βέβαια, υπάρχει και η περίπτωση ο Ιστορικόπουλος να δανείστηκε από κάποια αποθήκη μουσείου το αντικείμενο που περιγράφει στο βιβλίο ή αυτό να είναι αντίγραφο. Όμως αυτά θα έπρεπε να διευκρινιστούν. Επίσης, ένας ιστορικός, όπως υποτίθεται ότι είναι ο Ιστορικόπουλος, δεν αφηγείται τόσο πολύ μέσα στη σχολική τάξη, όσο δίνει πληροφορίες, αναφερόμενος σε γεγονότα ή αρχαιολογικά ευρήματα και τις ερμηνείες τους.
Τα τοπωνύμια Όλυμπος, Όσσα, Θεσσαλία, Θεόπετρα κλπ. που αναφέρονται στο βιβλίο δεν υπήρχαν στην προϊστορική εποχή (4.500 π.Χ.). Επίσης, πολλά ερωτηματικά γεννώνται για τα κύρια ονόματα, όπως Χρυσή, Άνακτης («άναξ» σημαίνει βασιλιάς στα αρχαία), κ.ά.
Επιπλέον, οι προϊστορικοί άνθρωποι δεν ήταν μονοθεϊστές, όπως ανιστόρητα σημειώνεται, αλλά πολυθεϊστές. Το θέμα των προϊστορικών λατρειών είναι εξαιρετικά πολύπλοκο και χρήζει ιδιαίτερης προσέγγισης. Πάντως είναι γνωστά ότι συνήθως έθαβαν τους νεκρούς τους με τελετουργικά και ότι στους τάφους των τελευταίων έχουν ανακαλυφθεί κτερίσματα.
Επίσης, ο συναισθηματικός κόσμος των προϊστορικών ανθρώπων δεν ήταν αναπτυγμένος, αφού μάλιστα δεν είχαν γραφή και συνεννοούντο με λίγες λέξεις. Πώς λοιπόν ο νεαρός ήρωας με το όνομα Στραβοπόδης ήταν τόσο αισθαντικός; Οι άνθρωποι εκείνη την εποχή, εξαιτίας του καθημερινού αγώνα για επιβίωση, ζούσαν λιτή και έως ένα βαθμό οργανωμένη ζωή. Γενικώς, περιγράφεται μια μεγάλη πολυτέλεια που είναι απίθανο να υπήρχε κατά τα προϊστορικά χρόνια.
Επίσης, απίθανη είναι και η σκηνή του παιδιού που μάχεται με έναν λέοντα για να σώσει ένα ελάφι. Το εύλογο θα ήταν το παιδί να προσπαθήσει να διώξει τον λέοντα, ώστε να αποσπάσει ένα μέρος του ελαφιού και να το καταναλώσει αργότερα.
Ακόμη τα σπήλαια κατά την προϊστορική εποχή δεν ήταν απλά θεάματα, αλλά μέσα για την προφύλαξη από το κρύο και τα ζώα, κατοικίες ή ιερά. Επιπλέον, πολλά αντικείμενα και όντα της φύσης είχαν πράγματι «μαγικό» χαρακτήρα για τους προϊστορικούς ανθρώπους, αλλά είναι αμφισβητήσιμο κατά πόσο αποδίδονταν τέτοιες ιδιότητες σε ένα συγκεκριμένο λουλούδι. Ο συγγραφέας θα έπρεπε να ενημερώσει τους αναγνώστες του σχετικά με το ποιο λουλούδι είναι αυτό, που απαντάται, βάσει ποίων αρχαιολογικών ευρημάτων θεωρείτο ξεχωριστό κλπ. Η ιστορία με το λουλούδι θυμίζει μεταγενέστερες διηγήσεις παραμυθιών των παραδοσιακών λαών κατά τους ιστορικούς και όχι τους προϊστορικούς χρόνους.
Επιπλέον, στους παραλογισμούς του έργου προστίθεται η αναφορά σε προϊστορικούς Γίγαντες. Η εύρεση των μεγάλων οστών προϊστορικών ζώων -τα οποία τώρα μελετά η παλαιοντολογία- οδήγησε τους Αρχαίους να πιστέψουν λανθασμένα ότι αυτά ανήκαν σε φυλές γιγάντων που έζησαν παλαιότερα στη γη. Έτσι προήλθαν οι μύθοι για τη γιγαντομαχία.
Τέλος, το βιβλίο παρουσιάζει τους προϊστορικούς ανθρώπους ως οικολόγους. Ωστόσο, οι άνθρωποι αυτοί πολεμούσαν μεταξύ τους, συνήθως σε αντίπαλες ομάδες και δεν είχαν οικολογικές ευαισθησίες, καθώς η φύση δεν είχε αλλοιωθεί ακόμη από την ανθρώπινη επέμβαση.
De aspectibus positivus
Θετικά σημεία του ερασιτεχνικού αυτού έργου είναι η γλαφυρή, ομαλή και μάλλον ρέουσα αφήγηση. Επίσης, ορθά περιγράφεται μια προϊστορική λατρεία της φύσης, στοιχείο που θα μπορούσε να αναπτυχθεί περαιτέρω. Εφόσον υπάρχουν ορισμένα υπερφυσικά και μεταφυσικά στοιχεία, αυτά θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν, ώστε το έργο να ενταχθεί στην κατηγορία της λογοτεχνίας του φανταστικού. Καμία ιδιαίτερη σημασία δεν έχει ότι το κείμενο είναι εύληπτο και κατανοητό, χωρίς πολλές ασάφειες.
Θετικά σημεία του ερασιτεχνικού αυτού έργου είναι η γλαφυρή, ομαλή και μάλλον ρέουσα αφήγηση. Επίσης, ορθά περιγράφεται μια προϊστορική λατρεία της φύσης, στοιχείο που θα μπορούσε να αναπτυχθεί περαιτέρω. Εφόσον υπάρχουν ορισμένα υπερφυσικά και μεταφυσικά στοιχεία, αυτά θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν, ώστε το έργο να ενταχθεί στην κατηγορία της λογοτεχνίας του φανταστικού. Καμία ιδιαίτερη σημασία δεν έχει ότι το κείμενο είναι εύληπτο και κατανοητό, χωρίς πολλές ασάφειες.
Conclusionis specialis
Ωστόσο, ως ειδική κρίση θα λέγαμε ότι το εν λόγω βιβλίο δεν αποτελεί καλό ανάγνωσμα για παιδιά, καθότι είναι ελλιπές και ατελές όσον αφορά την ιστορική πληροφόρηση, ενώ ο συγγραφέας ισχυρίζεται με περισσό θράσος ότι πρόκειται, άκουσον-άκουσον, για "ταξίδι γνώσεων για παιδιά!". Δυστυχώς η ιστορική διαφυγή (escapism, η ούτως ή άλλως άχρηστη και αντιπαραγωγική "τέχνη της απόδρασης", όπως παρατήρησαν ο Γάλλος φιλόσοφος Ρενέ Ντεκάρτ [Λόγος περί της Μεθόδου, μτφρ. Χ. Χρηστίδης, εκδ, Παπαζήση, Αθήνα 1976, 9] και ο πολύς Γερμανός φιλόσοφος Φρειδερίκος Νίτσε, ο οποίος ομιλεί απαξιωτικά για το παρελθόν [Vom Nutzen und Nachteil der Historie für das Leben, Leipzig 1874, 228]) που επικαλείται ο συγγραφέας δεν επιτυγχάνεται, παρά μόνο στη φαντασία του ίδιου. Πρόκειται για μια εντελώς ερασιτεχνική και μη-αξιόλογη λογοτεχνία. Όχι μόνο, δεν πρέπει να δίνουμε στα παιδιά τέτοια αδόκιμα κείμενα, παρά μόνο έργα διεθνώς αναγνωρισμένων, κυρίως κλασσικών, συγγραφέων, αλλά πρέπει και να στηλιτεύουμε την αναισχυντία και την ανοητολογία τέτοιων πεπλανημένων και ανορθόλογων εκδόσεων.
Conclusionis generalis: Litterae Neograecae defectus
Το περίεργο είναι ότι το διαδίκτυο βρίθει από τέτοιες εκδόσεις. Πρόκειται για έναν καταιγισμό μωρολογίας και δοκησισοφίας. Δεν μας έφθαναν οι άλλες συμφορές, έχουμε και τους αλαφροΐσκιωτους λογοτέχνες που φυσιούν με κάθε ευκαιρία για τα υποτιθέμενα πνευματικά επιτεύγματά τους. Θέλουν όλοι να μοιραστούν ή να λάβουν για τον εαυτό τους δόξα παρόμοια με εκείνη του Γιώργου Σεφέρη και του Οδυσσέα Ελύτη. (Πρέπει να σημειωθεί ότι οι δύο αυτοί Έλληνες λογοτέχνες είναι ελάχιστα γνωστοί διεθνώς [βλ. και κατωτέρω], όπως πολλοί άλλοι νομπελίστες που λησμονήθηκαν). Για αυτούς τους ανεκδιήγητους νεοφανείς λογοτεχνίσκους της συμφοράς, το διαδίκτυο είναι μια παιδική χαρά ή η "αυλή των θαυμάτων" (ο όρος από το ομώνυμο θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη). Με κάθε ευκαιρία προβάλουν τον εαυτό τους, δίνουν παντού το ανούσιο βιογραφικό τους και συνεχίζουν να συνδυάζουν άσκοπα λέξεις σαν μαϊμούδες με τυχαία σειρά στο πληκτρολόγιό τους (σύμφωνα με το "θεώρημα των απείρων πιθήκων", ένας πίθηκος που χτυπάει πλήκτρα στην τύχη για ένα άπειρο χρονικό διάστημα θα δημιουργήσει μετά βεβαιότητας όλα τα κείμενα, όπως για παράδειγμα είναι η Γένεση, ο Τίμαιος του Πλάτωνα ή τα άπαντα του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ). Αν τα πρότυπά τους είναι οι λογοτέχνες της Γενιάς του 1930, έχουν πληροφορηθεί λάθος, διότι η εποχή εκείνων πέρασε ανεπιστρεπτί, ό,τι και εάν σήμαινε. Επιπλέον, οι ποιητές και λογοτέχνες αυτοί, όπως και οι περισσότεροι, δεν μπορούν να προσεγγίσουν την ουσία. Απλά κάποιοι από αυτούς είναι πιο φημισμένοι και γνωστοί σε όλους. Όμως η φήμη αυτή δεν αναιρεί την αλήθεια: η ποίηση και η λογοτεχνία σε τελευταία ανάλυση είναι υποκειμενικά ζητήματα, όση αναγνώριση και εάν έχει ο εκάστοτε συγγραφέας. Με άλλα λόγια, παρόλο που η προσέγγιση της πραγματικότητας μέσω της λογοτεχνίας είναι αμεσότερη, δεν παύει να στερείται αντικειμενικότητας, όχι με την πεζή και συχνά χρησιμοποιημένη έννοια, αλλά με την έννοια της προσέγγισης των πραγμάτων, του νοητού κόσμου ως τόπου της αλήθειας, και επέκεινα αυτού. Άλλωστε όχι μόνο πλατωνικά και χριστιανικά, αλλά και καντιανά θεωρημένο το θέμα της αισθητικής οδηγεί στο ότι "οι καλαισθητικές κρίσεις στηρίζονται στο θεμέλιο της υποκειμενικής σκοπιμότητας της φύσης για την κριτική δύναμη" (βλ. Immanuel Kant, Κριτική της Κριτικής Δύναμης, εισ.-μτφρ.-σχ. Κώστας Ανδρουλιδάκης, εκδ. Ιδεόγραμμα, Αθήνα 2002, 54), επομένως μόνο αν αυτές οι κρίσεις αναχθούν στον υπεραισθητό κόσμο των Ιδεών αποτελούν τμήμα του επιστητού.
Φυσικά και υπάρχουν αθάνατα λογοτεχνικά έργα, όπως αθάνατοι είναι και οι δημιουργοί αυτών. Όσοι όμως μεγάλοι λογοτέχνες αναγνωρίστηκαν στο διάβα της Ιστορίας, ήταν συνήθως διάνοιες και άνθρωποι με ιδιαίτερες ικανότητες, ευρυμαθείς και πολύγλωσσοι. Όλοι αυτοί οι ψευδο-λογοτέχνες που γράφουν ό,τι τους κατέβει στο φτωχό και άθλιο τσερβέλο (cervello, εγκέφαλος, από την ινδοευρωπαική ρίζα "ḱara", που σημαίνει την κεφαλή στα αρχαία ελληνικά) τους ποιοί είναι; Η απάντηση είναι πως πρόκειται για "φανατικούς" του είδους (η λέξη προέρχεται από τους ιερείς της αρχαίας θεάς Κυβέλης, τους fanatici ή γάλλους [galli], που αυτοευνουχίζονταν σε εορταστικές πομπές), κοινώς ΨΩΝΙΑ, εγωπαθή υποκείμενα που με τη γραφή εξωτερικεύουν τα "απωθημένα" τους (ο όρος Verdrängung, απώθηση, είναι για την ψυχανάλυση μια μορφή άμυνας που επιτρέπει στο άτομο να απωθήσει στο ασυνείδητο επικίνδυνες για αυτό ενορμήσεις, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι οι φαντασιώσεις). Τα άτομα αυτά διαμέσου της γραφής προσπαθούν να δικαιολογήσουν την αποτυχία τους. Το θέμα όμως είναι ότι νομίζουν, ο καθένας για τον εαυτό του, ότι εκπροσωπούν σύνολη τη Λογοτεχνία, με λάμδα κεφαλαίο! Όμως ποιά είναι στην πραγματικότητα αυτή η λογοτεχνία; Δεν είναι άλλη από τη δική τους λογοτεχνία, την οποία θεωρούν ως την καλύτερη!
Αυτός ο ελεεινός που δέχθηκε την ανωτέρω κριτική, είχε όχι μόνο το θράσος, αλλά και την αναίδεια να προσπαθήσει να απαντήσει σε όσα ελέγησαν. Σε κανόνες υπακούουν τα ανθρωπάκια. Οι μεγάλοι άνδρες δεν παραβαίνουν τον νόμο, αλλά καταπατούν κάθε κανόνα. Η ιστορία της λογοτεχνίας έχει κάποιους φωτεινούς πνευματικούς αστέρες, στους οποίους δεν ανήκει κανένας σύγχρονος Έλληνας λογοτεχνίσκος της συμφοράς. Ακόμα και στα γνωστότερα ονόματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας ελάχιστη διεθνής και διαχρονική αναγνώριση έχει επιδαψιλευθεί. Οι νεοέλληνες λογοτέχνες τιμώνται κυρίως από ημεδαπούς. (Εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα αποτελούν μόνον ο Κωνσταντίνος Καβάφης και κυρίως ο Νίκος Καζαντζάκης). Όμως δεν συμβαίνει το ίδιο με τα μεγάλα και διαχρονικά πνευματικά αναστήματα της αρχαιοελληνικής και της βυζαντινής σκέψης, των οποίων τα έργα σπουδάζονται και μελετώνται σε όλα τα πανεπιστήμια ανά την υφήλιο. Το άτομο αυτό που μου επιτίθεται, δεν πρόκοψε στα γράμματα και το βοηθήσαμε εγώ και άλλοι να γίνει εξωτερικός φρουρός στις φυλακές, ώστε να συντηρείται. Το μπλογκ του δυστυχώς αρχικά το κατασκεύασα εγώ και του έμαθα πως να το χρησιμοποιεί. Έχει την αναίδεια να ομιλεί για ηθική ένα ανέντιμο άτομο στην προσωπική του ζωή, στην οποία -για όσους τον γνωρίζουν- τηρεί «διπλή ηθική» (Doppelmoral, για να χρησιμοποιήσω πάλι έναν φροϊδικό όρο). Επίσης, παλαιότερα (19ος αιώνας) ο θεσμός της φυλακής, ένας θεσμός όπου η πειθαρχία κλιμακώνεται και η τιμωρία μεταβάλλεται σε επιτήρηση και σωφρονισμό, προκαλούσε περηφάνια, αλλά σήμερα ντροπή. (Βλ. το άρθρο μου: «Μισελ Φουκώ: Προς μία Δομική Ιστορία», Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση, τ. 11, τχ. 33, Σεπ. 1994, 199-211). Το άτομο αυτό κατά το μάλλον ή ήττον ψευδώς ισχυρίστηκε ότι μελέτησε, για τη συγγραφή του τομιδίου του, πολλά βιβλία στη βιβλιοθήκη όπου εργάζεται η πρώην σύζυγός του, ενώ όπως μου ανέφερε ο ίδιος κατ’ ιδίαν δεν θυμόταν κανένα από αυτά, δεν κράτησε καμία σημείωση, δεν είχε μπει στον κόπο να καταρτίσει έστω μια στοιχειώδη βιβλιογραφία. Το να μου ενεχειρίσει το βιβλιαράκι του όχι μόνο τιμή δεν ήταν για εμένα, αλλά προσβολή, αφού μετά βδελυγμίας διαπίστωσα την αμάθειά του από τις ανοησίες που έγραφε. Το άτομο αυτό είναι τόσο αχρείο, ώστε επανειλημμένα προσπαθεί να εξαπατήσει τις δασκάλες και τις εκπαιδευτικούς, αλλά και τα παιδάκια, ώστε να προωθήσει τα ανόητα βιβλιαράκια του σε σχολεία. Και όχι μόνο αυτό, αλλά καταφέρεται εναντίον της εγκυκλοπαιδικότητας και της ευρυμάθειας, εν ονόματι της φαντασίας. Με κατηγορεί για έλλειψη παιδαγωγικής επάρκειας, αυτός ο οποίος, όπως και ο πάτρωνάς του, πρόεδρος μιας ακόμα ελληνικής εταιρείας λογοτεχνών, στερούνται ανώτατης εκπαίδευσης. Σημειώνω στην κριτική ότι το βιογραφικό του είναι ανούσιο, και απαντά ότι χαρακτηρίζεται από ποσότητα, ότι είναι 20 σελίδες. Σε αυτές βέβαια συμπεριλαμβάνονται κυρίως ποιηματάκια αυτόματης γραφής (δηλαδή ακριτομυθίας) σε τοπικά συνδρομητικά περιοδικά, σε εφημερίδες και σε μπλογκ (αυτός και πλήθος άλλων ψεύτικων ανθρώπων δημοσιεύουν κείμενα που γράφονται στο πόδι σε ιστολόγια και σε "περιοδικά λόγου" [δηλαδή χωρίς τεκμηρίωση σε βιβλιογραφικές παραπομπές, και χωρίς τη διαδικασία της πολλαπλής τυφλής αξιολόγησης, αλλά σε εξάρτηση από τις δημόσιες σχέσεις του συγγραφέα] και τα βαπτίζουν "μελέτες", "άρθρα" κ.ά., προφανώς απομιμούμενοι τις προχειρότητες των δημοσιογράφων), βραβεία σε ερασιτεχνικούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, συμμετοχές σε μη-επαγγελματικούς συλλόγους, αυτο-εκδόσεις που διανέμει δωρεάν κ.τ.ό. Με άλλα λόγια, πρόκειται για βιογραφικό που αποτελείται από χόμπι και όχι από προσόντα για εργασία. Πρέπει να ομολογήσω ότι μετάνιωσα για κάθε καλή συμβουλή ή συνδρομή που παρείχα σε αυτό το ανερυθρίαστο άτομο.
Post scriptum
Τώρα αυτός ο ανεκδιήγητος θα έχει απαντήσει και στο ανωτέρω κείμενο στο πτωχό του μπλογκ, αλλά δεν πρόκειται να αναγνώσω ούτε λέξη. Όσοι είχαν την ατυχία να τον γνωρίσουν, τώρα θα διαπιστώνουν τις πομπές του! (να πως μια αρχαία λέξη -βλ. τις πομπές ανωτέρω- απέκτησε αρνητική λαϊκότροπη σημασία). Ο άνθρωπος αυτός έχει την ψευδαίσθηση ότι γίνεται σπουδαίος με όσα γράφει, αλλά το μόνο που καταφέρνει είναι να αυτογελοιοποιείται. Προφανώς θα συνεχίζει να αναρτά ποιηματάκια για να κάνει κόρτε, να προσθέτει διαφημίσεις και εικόνες κακόγουστες -που είναι δηλαδή κιτς (kitsch, για την περίπτωση διάβαζε: ευτελείς)- και χωρίς λεζάντες. Θα συνεχίζει να παριστάνει τον λογοτέχνη κακοποιώντας ως συνήθως την ελληνική γλώσσα στο μπλογκ που του έφτιαξα πριν από καιρό, χωρίς να έχει συνειδητοποιήσει ότι η «χρυσή εποχή των ιστολογίων» έχει περάσει ανεπιστρεπτί. (Τα blog της Google συνυπολογίζουν τις επισκέψεις του ιδιοκτήτη τους ανεξαρτήτως της θελήσεώς του, ώστε να τον εξαπατούν και να νομίσει ότι δέχεται πολλές επισκέψεις, ενώ στην πραγματικότητα είναι σαν το κουταβάκι που κυνηγάει την ουρά του). Μάλιστα, παρόμοια ιστολόγια είναι κατάπτυστα, εξαιτίας της προχειρότητάς τους και της ανεξέλεγκτης ροής πληροφοριών που προωθούν -εν γένει είναι γνωστό τοις πάσι ότι τα ιστολόγια στερούνται αξιοπιστίας, ακόμη και όσα συντάσσονται από επιστήμονες. Το ίδιο ισχύει και για τα δεκάδες "περιοδικά λόγου", στα οποία τυπώνονται απίστευτες ανοησίες, αφού δεν υπάρχει κανένας επαγγελματίας για να διορθώσει και να επιμεληθεί τα κείμενα. Επίσης, είναι τόσο τεχνοφοβικός που δεν θα έχει το θάρρος να αλλάξει πολλά πράγματα στο μπλογκ του! Κλείνω τα μάτια, λοιπόν, δεν αντέχω άλλη ανοησία και κακογουστιά!
Poetae in exsilium
Επίσης, εάν λάβουμε σοβαρά υπόψη τη ρήση του Άλφρεντ Νορθ Γουάιτχεντ (Alfred North Whitehead, 1861–1947), πως όλη η δυτική σκέψη είναι υπόμνηση στη φιλοσοφία του Πλάτωνα (Process and Reality, Free Press, New York 1978, 39) και ως φίλα προσκείμενος στον (νεο)πλατωνικό στοχασμό, τον οποίο ερευνώ επί σειρά ετών, εγκρίνω και επαυξάνω την εξορία των ποιητών και των λογοτεχνών από την ιδανική πολιτεία. Παραθέτω το κείμενο της Ντένη Κωνσταντινίδη από την Εγκυκλοπαίδεια του Πλάτωνα:
"Σε πολλούς διαλόγους εκφράζεται η σφοδρή πλατωνική κριτική στους ποιητές και το έργο τους, ενώ ειδικά στην Πολιτεία γίνεται σαφής ο ριζικός αποκλεισμός της ποίησης από την ιδανική πόλη. Η καταδίκη της ποίησης από τον Πλάτωνα, όμως, συνοδεύεται από την πολυσυζητημένη τάση του να διεκδικεί ο ίδιος τον τίτλο του ποιητή κυρίως μέσα από τον θεατρικό τρόπο γραφής του. Η ποίηση δέχεται την έντονη αποδοκιμασία του φιλοσόφου επειδή μιμείται πρόσωπα και πράγματα χωρίς να γνωρίζει την αληθινή φύση τους. Τα μιμήματα του ποιητή είναι είδωλα των αισθητών αντικειμένων, τα οποία είναι, επίσης, είδωλα των αντίστοιχων Ιδεών τους. Η μεγάλη απόσταση που χωρίζει τα ποιητικά δημιουργήματα από την αλήθεια των όντων αποδεικνύει την άγνοια του ποιητή, αλλά και την χαμηλή οντολογική αξία του έργου του. Η ποιητική ικανότητα δεν είναι τέχνη, αφού ο ποιητής δεν κατανοεί το αντικείμενό του, αλλά το εμπνέεται από τους θεούς, ευρισκόμενος σε κατάσταση μανίας (Ίων 533e-534d, Μένων 99c-d, Απολογία Σωκράτους 22c, Νόμοι 719c-d.). Η άγνοια και η μιμητική δεινότητα του ποιητή καθιστούν το έργο του επικίνδυνο τόσο για τον ίδιο όσο και για τους αποδέκτες του (Πολιτεία 601d-e, 602). Η ποιητική μίμηση εξαπατά το κοινό της, αφού παρουσιάζει το ψεύτικο ως αληθινό, ενώ συγχρόνως ενισχύει τα πάθη και τις ψυχολογικές συγκρούσεις (Πολιτεία 603a, 605b-c). Ο ίδιος ο ποιητής απειλείται με ηθικό διχασμό, ιδιαίτερα όταν μιμείται φαύλους χαρακτήρες (Πολιτεία 393c). Ο Πλάτων επιτίθεται στην ποίηση για να προστατέψει την πολιτεία του από την επιρροή της. Ο τρόπος ζωής που περιγράφουν οι ποιητές βρίσκεται στον αντίποδα της πλατωνικής ηθικής, η οποία στηρίζεται στον λόγο και τη γνώση. Η εξορία της ποίησης από την ιδανική πολιτεία ακολουθείται από την αξίωση της πλατωνικής φιλοσοφίας να αναλάβει η ίδια την εκπαίδευση και την ηθική διαμόρφωση των νέων μέσα από την ορθή μίμηση των ωφέλιμων πραγμάτων. Έτσι, οι φιλόσοφοι, ως νομοθέτες της ωραίας πλατωνικής πόλης, είναι συγχρόνως και οι ποιητές που μιμούνται τον άριστο βίο. Απέναντι στην κοινή ποίηση προτάσσεται η φιλοσοφική ποίηση. Η ανταγωνιστική σχέση που αναπτύσσει ο Πλάτων με την ποίηση εκφράζεται με τον καλύτερο τρόπο μέσα από τη μορφή των κειμένων του. Οι πλατωνικοί διάλογοι, σαν θεατρικά έργα, μιμούνται την αλήθεια που μόνο ο φιλόσοφος γνωρίζει. Ο Πλάτων είναι ο άλλος ποιητής, που δικαιούται να είναι ποιητής, επειδή είναι φιλόσοφος".
Ακόμη, ο περιώνυμος φιλόσοφος του τέλους του Βυζαντίου και της αρχής της Αναγέννησης Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων (1355-1452), γνωστός συνεχιστής της σεβαστής νεοπλατωνικής παράδοσης σημειώνει με σαφήνεια ότι: "οι ποιητές δεν μπορούν να θεωρηθούν καλοί οδηγοί για την αναζήτηση των μεγίστων αγαθών ούτε άξιοι σύμβουλοι για τέτοια θέματα. Οι ποιητές χρησιμοποιούν κατά κόρον την κολακεία και απευθύνονται στους ανθρώπους με σκοπό την αισθητική απόλαυση, χωρίς να φροντίζουν ιδιαίτερα για την αλήθεια και για τα ανώτερα αγαθά. (Ποιηταί μεν κολακεία τε τα πολλά χρώμενοι και πρός χάριν προσομιλούντες ανθρώποις, αληθείας δε καί του βελτίστου ου πάνυ τι φροντίζοντες). Ο ίδιος συνεχίζει παρατηρώντας ότι: "οι ποιητές φέρνουν σε όλα τα πάνω κάτω και έτσι προκαλούν μεγάλη ζημιά σ' αυτούς που τους προσέχουν (...). Επομένως, από τους νομοθέτες και τους φιλοσόφους περισσότερο, παρά από κάποιους άλλους ανθρώπους, θα μπορούσε να μάθει κανείς κάτι φρόνιμο γι' αυτά τα θέματα. (...) Οι φιλόσοφοι θεωρούν την αλήθεια των όντων κεφαλαιώδη για την ευδαιμονία και την επιδιώκουν περισσότερο από κάθε άλλο πράγμα, και είναι φυσικό να την επιτυγχάνουν σε σημαντικό βαθμό, περισσότερο από κάποιους άλλους ανθρώπους". (Βλ. Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων, Νόμων Συγγραφή, εισ.-μτφρ.-σχ. Δημήτριος Κ. Χατζημιχαήλ, εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2005, 87-91).
Conclusionis generalis: Litterae Neograecae defectus
Το περίεργο είναι ότι το διαδίκτυο βρίθει από τέτοιες εκδόσεις. Πρόκειται για έναν καταιγισμό μωρολογίας και δοκησισοφίας. Δεν μας έφθαναν οι άλλες συμφορές, έχουμε και τους αλαφροΐσκιωτους λογοτέχνες που φυσιούν με κάθε ευκαιρία για τα υποτιθέμενα πνευματικά επιτεύγματά τους. Θέλουν όλοι να μοιραστούν ή να λάβουν για τον εαυτό τους δόξα παρόμοια με εκείνη του Γιώργου Σεφέρη και του Οδυσσέα Ελύτη. (Πρέπει να σημειωθεί ότι οι δύο αυτοί Έλληνες λογοτέχνες είναι ελάχιστα γνωστοί διεθνώς [βλ. και κατωτέρω], όπως πολλοί άλλοι νομπελίστες που λησμονήθηκαν). Για αυτούς τους ανεκδιήγητους νεοφανείς λογοτεχνίσκους της συμφοράς, το διαδίκτυο είναι μια παιδική χαρά ή η "αυλή των θαυμάτων" (ο όρος από το ομώνυμο θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη). Με κάθε ευκαιρία προβάλουν τον εαυτό τους, δίνουν παντού το ανούσιο βιογραφικό τους και συνεχίζουν να συνδυάζουν άσκοπα λέξεις σαν μαϊμούδες με τυχαία σειρά στο πληκτρολόγιό τους (σύμφωνα με το "θεώρημα των απείρων πιθήκων", ένας πίθηκος που χτυπάει πλήκτρα στην τύχη για ένα άπειρο χρονικό διάστημα θα δημιουργήσει μετά βεβαιότητας όλα τα κείμενα, όπως για παράδειγμα είναι η Γένεση, ο Τίμαιος του Πλάτωνα ή τα άπαντα του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ). Αν τα πρότυπά τους είναι οι λογοτέχνες της Γενιάς του 1930, έχουν πληροφορηθεί λάθος, διότι η εποχή εκείνων πέρασε ανεπιστρεπτί, ό,τι και εάν σήμαινε. Επιπλέον, οι ποιητές και λογοτέχνες αυτοί, όπως και οι περισσότεροι, δεν μπορούν να προσεγγίσουν την ουσία. Απλά κάποιοι από αυτούς είναι πιο φημισμένοι και γνωστοί σε όλους. Όμως η φήμη αυτή δεν αναιρεί την αλήθεια: η ποίηση και η λογοτεχνία σε τελευταία ανάλυση είναι υποκειμενικά ζητήματα, όση αναγνώριση και εάν έχει ο εκάστοτε συγγραφέας. Με άλλα λόγια, παρόλο που η προσέγγιση της πραγματικότητας μέσω της λογοτεχνίας είναι αμεσότερη, δεν παύει να στερείται αντικειμενικότητας, όχι με την πεζή και συχνά χρησιμοποιημένη έννοια, αλλά με την έννοια της προσέγγισης των πραγμάτων, του νοητού κόσμου ως τόπου της αλήθειας, και επέκεινα αυτού. Άλλωστε όχι μόνο πλατωνικά και χριστιανικά, αλλά και καντιανά θεωρημένο το θέμα της αισθητικής οδηγεί στο ότι "οι καλαισθητικές κρίσεις στηρίζονται στο θεμέλιο της υποκειμενικής σκοπιμότητας της φύσης για την κριτική δύναμη" (βλ. Immanuel Kant, Κριτική της Κριτικής Δύναμης, εισ.-μτφρ.-σχ. Κώστας Ανδρουλιδάκης, εκδ. Ιδεόγραμμα, Αθήνα 2002, 54), επομένως μόνο αν αυτές οι κρίσεις αναχθούν στον υπεραισθητό κόσμο των Ιδεών αποτελούν τμήμα του επιστητού.
Φυσικά και υπάρχουν αθάνατα λογοτεχνικά έργα, όπως αθάνατοι είναι και οι δημιουργοί αυτών. Όσοι όμως μεγάλοι λογοτέχνες αναγνωρίστηκαν στο διάβα της Ιστορίας, ήταν συνήθως διάνοιες και άνθρωποι με ιδιαίτερες ικανότητες, ευρυμαθείς και πολύγλωσσοι. Όλοι αυτοί οι ψευδο-λογοτέχνες που γράφουν ό,τι τους κατέβει στο φτωχό και άθλιο τσερβέλο (cervello, εγκέφαλος, από την ινδοευρωπαική ρίζα "ḱara", που σημαίνει την κεφαλή στα αρχαία ελληνικά) τους ποιοί είναι; Η απάντηση είναι πως πρόκειται για "φανατικούς" του είδους (η λέξη προέρχεται από τους ιερείς της αρχαίας θεάς Κυβέλης, τους fanatici ή γάλλους [galli], που αυτοευνουχίζονταν σε εορταστικές πομπές), κοινώς ΨΩΝΙΑ, εγωπαθή υποκείμενα που με τη γραφή εξωτερικεύουν τα "απωθημένα" τους (ο όρος Verdrängung, απώθηση, είναι για την ψυχανάλυση μια μορφή άμυνας που επιτρέπει στο άτομο να απωθήσει στο ασυνείδητο επικίνδυνες για αυτό ενορμήσεις, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι οι φαντασιώσεις). Τα άτομα αυτά διαμέσου της γραφής προσπαθούν να δικαιολογήσουν την αποτυχία τους. Το θέμα όμως είναι ότι νομίζουν, ο καθένας για τον εαυτό του, ότι εκπροσωπούν σύνολη τη Λογοτεχνία, με λάμδα κεφαλαίο! Όμως ποιά είναι στην πραγματικότητα αυτή η λογοτεχνία; Δεν είναι άλλη από τη δική τους λογοτεχνία, την οποία θεωρούν ως την καλύτερη!
Argumentum ad hominem et contra homines literarum Graecorum continuitas
Αυτός ο ελεεινός που δέχθηκε την ανωτέρω κριτική, είχε όχι μόνο το θράσος, αλλά και την αναίδεια να προσπαθήσει να απαντήσει σε όσα ελέγησαν. Σε κανόνες υπακούουν τα ανθρωπάκια. Οι μεγάλοι άνδρες δεν παραβαίνουν τον νόμο, αλλά καταπατούν κάθε κανόνα. Η ιστορία της λογοτεχνίας έχει κάποιους φωτεινούς πνευματικούς αστέρες, στους οποίους δεν ανήκει κανένας σύγχρονος Έλληνας λογοτεχνίσκος της συμφοράς. Ακόμα και στα γνωστότερα ονόματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας ελάχιστη διεθνής και διαχρονική αναγνώριση έχει επιδαψιλευθεί. Οι νεοέλληνες λογοτέχνες τιμώνται κυρίως από ημεδαπούς. (Εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα αποτελούν μόνον ο Κωνσταντίνος Καβάφης και κυρίως ο Νίκος Καζαντζάκης). Όμως δεν συμβαίνει το ίδιο με τα μεγάλα και διαχρονικά πνευματικά αναστήματα της αρχαιοελληνικής και της βυζαντινής σκέψης, των οποίων τα έργα σπουδάζονται και μελετώνται σε όλα τα πανεπιστήμια ανά την υφήλιο. Το άτομο αυτό που μου επιτίθεται, δεν πρόκοψε στα γράμματα και το βοηθήσαμε εγώ και άλλοι να γίνει εξωτερικός φρουρός στις φυλακές, ώστε να συντηρείται. Το μπλογκ του δυστυχώς αρχικά το κατασκεύασα εγώ και του έμαθα πως να το χρησιμοποιεί. Έχει την αναίδεια να ομιλεί για ηθική ένα ανέντιμο άτομο στην προσωπική του ζωή, στην οποία -για όσους τον γνωρίζουν- τηρεί «διπλή ηθική» (Doppelmoral, για να χρησιμοποιήσω πάλι έναν φροϊδικό όρο). Επίσης, παλαιότερα (19ος αιώνας) ο θεσμός της φυλακής, ένας θεσμός όπου η πειθαρχία κλιμακώνεται και η τιμωρία μεταβάλλεται σε επιτήρηση και σωφρονισμό, προκαλούσε περηφάνια, αλλά σήμερα ντροπή. (Βλ. το άρθρο μου: «Μισελ Φουκώ: Προς μία Δομική Ιστορία», Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση, τ. 11, τχ. 33, Σεπ. 1994, 199-211). Το άτομο αυτό κατά το μάλλον ή ήττον ψευδώς ισχυρίστηκε ότι μελέτησε, για τη συγγραφή του τομιδίου του, πολλά βιβλία στη βιβλιοθήκη όπου εργάζεται η πρώην σύζυγός του, ενώ όπως μου ανέφερε ο ίδιος κατ’ ιδίαν δεν θυμόταν κανένα από αυτά, δεν κράτησε καμία σημείωση, δεν είχε μπει στον κόπο να καταρτίσει έστω μια στοιχειώδη βιβλιογραφία. Το να μου ενεχειρίσει το βιβλιαράκι του όχι μόνο τιμή δεν ήταν για εμένα, αλλά προσβολή, αφού μετά βδελυγμίας διαπίστωσα την αμάθειά του από τις ανοησίες που έγραφε. Το άτομο αυτό είναι τόσο αχρείο, ώστε επανειλημμένα προσπαθεί να εξαπατήσει τις δασκάλες και τις εκπαιδευτικούς, αλλά και τα παιδάκια, ώστε να προωθήσει τα ανόητα βιβλιαράκια του σε σχολεία. Και όχι μόνο αυτό, αλλά καταφέρεται εναντίον της εγκυκλοπαιδικότητας και της ευρυμάθειας, εν ονόματι της φαντασίας. Με κατηγορεί για έλλειψη παιδαγωγικής επάρκειας, αυτός ο οποίος, όπως και ο πάτρωνάς του, πρόεδρος μιας ακόμα ελληνικής εταιρείας λογοτεχνών, στερούνται ανώτατης εκπαίδευσης. Σημειώνω στην κριτική ότι το βιογραφικό του είναι ανούσιο, και απαντά ότι χαρακτηρίζεται από ποσότητα, ότι είναι 20 σελίδες. Σε αυτές βέβαια συμπεριλαμβάνονται κυρίως ποιηματάκια αυτόματης γραφής (δηλαδή ακριτομυθίας) σε τοπικά συνδρομητικά περιοδικά, σε εφημερίδες και σε μπλογκ (αυτός και πλήθος άλλων ψεύτικων ανθρώπων δημοσιεύουν κείμενα που γράφονται στο πόδι σε ιστολόγια και σε "περιοδικά λόγου" [δηλαδή χωρίς τεκμηρίωση σε βιβλιογραφικές παραπομπές, και χωρίς τη διαδικασία της πολλαπλής τυφλής αξιολόγησης, αλλά σε εξάρτηση από τις δημόσιες σχέσεις του συγγραφέα] και τα βαπτίζουν "μελέτες", "άρθρα" κ.ά., προφανώς απομιμούμενοι τις προχειρότητες των δημοσιογράφων), βραβεία σε ερασιτεχνικούς λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, συμμετοχές σε μη-επαγγελματικούς συλλόγους, αυτο-εκδόσεις που διανέμει δωρεάν κ.τ.ό. Με άλλα λόγια, πρόκειται για βιογραφικό που αποτελείται από χόμπι και όχι από προσόντα για εργασία. Πρέπει να ομολογήσω ότι μετάνιωσα για κάθε καλή συμβουλή ή συνδρομή που παρείχα σε αυτό το ανερυθρίαστο άτομο.
Post scriptum
Τώρα αυτός ο ανεκδιήγητος θα έχει απαντήσει και στο ανωτέρω κείμενο στο πτωχό του μπλογκ, αλλά δεν πρόκειται να αναγνώσω ούτε λέξη. Όσοι είχαν την ατυχία να τον γνωρίσουν, τώρα θα διαπιστώνουν τις πομπές του! (να πως μια αρχαία λέξη -βλ. τις πομπές ανωτέρω- απέκτησε αρνητική λαϊκότροπη σημασία). Ο άνθρωπος αυτός έχει την ψευδαίσθηση ότι γίνεται σπουδαίος με όσα γράφει, αλλά το μόνο που καταφέρνει είναι να αυτογελοιοποιείται. Προφανώς θα συνεχίζει να αναρτά ποιηματάκια για να κάνει κόρτε, να προσθέτει διαφημίσεις και εικόνες κακόγουστες -που είναι δηλαδή κιτς (kitsch, για την περίπτωση διάβαζε: ευτελείς)- και χωρίς λεζάντες. Θα συνεχίζει να παριστάνει τον λογοτέχνη κακοποιώντας ως συνήθως την ελληνική γλώσσα στο μπλογκ που του έφτιαξα πριν από καιρό, χωρίς να έχει συνειδητοποιήσει ότι η «χρυσή εποχή των ιστολογίων» έχει περάσει ανεπιστρεπτί. (Τα blog της Google συνυπολογίζουν τις επισκέψεις του ιδιοκτήτη τους ανεξαρτήτως της θελήσεώς του, ώστε να τον εξαπατούν και να νομίσει ότι δέχεται πολλές επισκέψεις, ενώ στην πραγματικότητα είναι σαν το κουταβάκι που κυνηγάει την ουρά του). Μάλιστα, παρόμοια ιστολόγια είναι κατάπτυστα, εξαιτίας της προχειρότητάς τους και της ανεξέλεγκτης ροής πληροφοριών που προωθούν -εν γένει είναι γνωστό τοις πάσι ότι τα ιστολόγια στερούνται αξιοπιστίας, ακόμη και όσα συντάσσονται από επιστήμονες. Το ίδιο ισχύει και για τα δεκάδες "περιοδικά λόγου", στα οποία τυπώνονται απίστευτες ανοησίες, αφού δεν υπάρχει κανένας επαγγελματίας για να διορθώσει και να επιμεληθεί τα κείμενα. Επίσης, είναι τόσο τεχνοφοβικός που δεν θα έχει το θάρρος να αλλάξει πολλά πράγματα στο μπλογκ του! Κλείνω τα μάτια, λοιπόν, δεν αντέχω άλλη ανοησία και κακογουστιά!
Poetae in exsilium
Επίσης, εάν λάβουμε σοβαρά υπόψη τη ρήση του Άλφρεντ Νορθ Γουάιτχεντ (Alfred North Whitehead, 1861–1947), πως όλη η δυτική σκέψη είναι υπόμνηση στη φιλοσοφία του Πλάτωνα (Process and Reality, Free Press, New York 1978, 39) και ως φίλα προσκείμενος στον (νεο)πλατωνικό στοχασμό, τον οποίο ερευνώ επί σειρά ετών, εγκρίνω και επαυξάνω την εξορία των ποιητών και των λογοτεχνών από την ιδανική πολιτεία. Παραθέτω το κείμενο της Ντένη Κωνσταντινίδη από την Εγκυκλοπαίδεια του Πλάτωνα:
"Σε πολλούς διαλόγους εκφράζεται η σφοδρή πλατωνική κριτική στους ποιητές και το έργο τους, ενώ ειδικά στην Πολιτεία γίνεται σαφής ο ριζικός αποκλεισμός της ποίησης από την ιδανική πόλη. Η καταδίκη της ποίησης από τον Πλάτωνα, όμως, συνοδεύεται από την πολυσυζητημένη τάση του να διεκδικεί ο ίδιος τον τίτλο του ποιητή κυρίως μέσα από τον θεατρικό τρόπο γραφής του. Η ποίηση δέχεται την έντονη αποδοκιμασία του φιλοσόφου επειδή μιμείται πρόσωπα και πράγματα χωρίς να γνωρίζει την αληθινή φύση τους. Τα μιμήματα του ποιητή είναι είδωλα των αισθητών αντικειμένων, τα οποία είναι, επίσης, είδωλα των αντίστοιχων Ιδεών τους. Η μεγάλη απόσταση που χωρίζει τα ποιητικά δημιουργήματα από την αλήθεια των όντων αποδεικνύει την άγνοια του ποιητή, αλλά και την χαμηλή οντολογική αξία του έργου του. Η ποιητική ικανότητα δεν είναι τέχνη, αφού ο ποιητής δεν κατανοεί το αντικείμενό του, αλλά το εμπνέεται από τους θεούς, ευρισκόμενος σε κατάσταση μανίας (Ίων 533e-534d, Μένων 99c-d, Απολογία Σωκράτους 22c, Νόμοι 719c-d.). Η άγνοια και η μιμητική δεινότητα του ποιητή καθιστούν το έργο του επικίνδυνο τόσο για τον ίδιο όσο και για τους αποδέκτες του (Πολιτεία 601d-e, 602). Η ποιητική μίμηση εξαπατά το κοινό της, αφού παρουσιάζει το ψεύτικο ως αληθινό, ενώ συγχρόνως ενισχύει τα πάθη και τις ψυχολογικές συγκρούσεις (Πολιτεία 603a, 605b-c). Ο ίδιος ο ποιητής απειλείται με ηθικό διχασμό, ιδιαίτερα όταν μιμείται φαύλους χαρακτήρες (Πολιτεία 393c). Ο Πλάτων επιτίθεται στην ποίηση για να προστατέψει την πολιτεία του από την επιρροή της. Ο τρόπος ζωής που περιγράφουν οι ποιητές βρίσκεται στον αντίποδα της πλατωνικής ηθικής, η οποία στηρίζεται στον λόγο και τη γνώση. Η εξορία της ποίησης από την ιδανική πολιτεία ακολουθείται από την αξίωση της πλατωνικής φιλοσοφίας να αναλάβει η ίδια την εκπαίδευση και την ηθική διαμόρφωση των νέων μέσα από την ορθή μίμηση των ωφέλιμων πραγμάτων. Έτσι, οι φιλόσοφοι, ως νομοθέτες της ωραίας πλατωνικής πόλης, είναι συγχρόνως και οι ποιητές που μιμούνται τον άριστο βίο. Απέναντι στην κοινή ποίηση προτάσσεται η φιλοσοφική ποίηση. Η ανταγωνιστική σχέση που αναπτύσσει ο Πλάτων με την ποίηση εκφράζεται με τον καλύτερο τρόπο μέσα από τη μορφή των κειμένων του. Οι πλατωνικοί διάλογοι, σαν θεατρικά έργα, μιμούνται την αλήθεια που μόνο ο φιλόσοφος γνωρίζει. Ο Πλάτων είναι ο άλλος ποιητής, που δικαιούται να είναι ποιητής, επειδή είναι φιλόσοφος".
Ακόμη, ο περιώνυμος φιλόσοφος του τέλους του Βυζαντίου και της αρχής της Αναγέννησης Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων (1355-1452), γνωστός συνεχιστής της σεβαστής νεοπλατωνικής παράδοσης σημειώνει με σαφήνεια ότι: "οι ποιητές δεν μπορούν να θεωρηθούν καλοί οδηγοί για την αναζήτηση των μεγίστων αγαθών ούτε άξιοι σύμβουλοι για τέτοια θέματα. Οι ποιητές χρησιμοποιούν κατά κόρον την κολακεία και απευθύνονται στους ανθρώπους με σκοπό την αισθητική απόλαυση, χωρίς να φροντίζουν ιδιαίτερα για την αλήθεια και για τα ανώτερα αγαθά. (Ποιηταί μεν κολακεία τε τα πολλά χρώμενοι και πρός χάριν προσομιλούντες ανθρώποις, αληθείας δε καί του βελτίστου ου πάνυ τι φροντίζοντες). Ο ίδιος συνεχίζει παρατηρώντας ότι: "οι ποιητές φέρνουν σε όλα τα πάνω κάτω και έτσι προκαλούν μεγάλη ζημιά σ' αυτούς που τους προσέχουν (...). Επομένως, από τους νομοθέτες και τους φιλοσόφους περισσότερο, παρά από κάποιους άλλους ανθρώπους, θα μπορούσε να μάθει κανείς κάτι φρόνιμο γι' αυτά τα θέματα. (...) Οι φιλόσοφοι θεωρούν την αλήθεια των όντων κεφαλαιώδη για την ευδαιμονία και την επιδιώκουν περισσότερο από κάθε άλλο πράγμα, και είναι φυσικό να την επιτυγχάνουν σε σημαντικό βαθμό, περισσότερο από κάποιους άλλους ανθρώπους". (Βλ. Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων, Νόμων Συγγραφή, εισ.-μτφρ.-σχ. Δημήτριος Κ. Χατζημιχαήλ, εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2005, 87-91).